Τα Γιάννενα επισκέφθηκε ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών, Κώστας Πουλάκης, προσκεκλημένος ομιλητής, μαζί με τον βουλευτή του «Ποταμιού», κ. Σπ. Δανέλλη, στην κοινή εκδήλωση των περιφερειακών παρατάξεων «Συμμαχία Ηπειρωτών» και «Ήπειρος Ανατροπής», με θέμα : «Από τον Καλλικράτη στον Κλεισθένη. Συμμετοχική αυτοδιοίκηση με την απλή αναλογική».

Στην ομιλία του, ο Κ. Πουλάκης στηλίτευσε τη στάση της ηγεσίας των συλλογικών οργάνων της Αυτοδιοίκησης, αλλά και των περισσότερων κομμάτων της αντιπολίτευσης, από τα οποία εξαίρεσε το ΚΚΕ, τονίζοντας ότι «η συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θυσιάζεται στο βωμό της εξυπηρέτησης μιας κοντόφθαλμης μικροκομματικής στρατηγικής», ενώ αντίθετα εξήρε την πρωτοβουλία των δύο παρατάξεων που διοργάνωσαν την εκδήλωση, ως ένα «εξαιρετικό παράδειγμα του πώς οι άνθρωποι της Αυτοδιοίκησης, μπορούν να συζητούν, προς όφελος του θεσμού, ακόμα και χωρίς να συμφωνούν απαραίτητα σε όλα».

Στο ίδιο μάλιστα πλαίσιο, ο Κ. Πουλάκης αναφέρθηκε στη στάση που τήρησε ο πρώην Υπουργός Εσωτερικών, κ. Γ. Ραγκούσης, έναντι του «Κλεισθένη Ι», τονίζοντας ότι με αυτή – σε αντίθεση με τη συλλήβδην απόρριψη της μεταρρύθμισης από την ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛΛ. – «τιμά τόσο την προσωπική τους διαδρομή, όσο και την ιστορία του προοδευτικού και δημοκρατικού χώρου στην Ελλάδα», καθώς, όπως υπενθύμισε, «οι μεταρρυθμίσεις που άφησαν ισχυρό αποτύπωμα στο θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης υπήρξαν και στην Ελλάδα, όπως και αλλού, προϊόντα προοδευτικών κυβερνήσεων. Κυβερνήσεων που είδαν στο συγκεκριμένο θεσμό ένα πεδίο διεύρυνσης της δημοκρατικής συμμετοχής, στήριξης της κοινωνικής αλληλεγγύης, καθιέρωσης ενός διαφορετικού μοντέλου βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης».

Σε σχέση δε με το υπό κατάθεση σχέδιο νόμου, ο ΓΓ του ΥΠΕΣ ξεκαθάρισε ότι αυτό «δεν είναι ούτε πλήρες ούτε τέλειο – και ουδέποτε ισχυριστήκαμε κάτι τέτοιο. Και βέβαια, δεν εξαντλεί σε καμία περίπτωση το όραμά μας για τη σύγχρονη προοδευτική δημοκρατική αυτοδιοίκηση. Είναι όμως ένα πρώτο και πολύ μεγάλο, αποφασιστικό βήμα». Όπως είπε, «πάντοτε, πολλώ δε μάλλον στις σημερινές συνθήκες, μια μεταρρύθμιση δεν αρχίζει και δεν τελειώνει σε ένα νομοσχέδιο. Είναι μία ολόκληρη διαδικασία, στην οποία προχωράμε βήμα-βήμα, όσες αλλαγές είναι ώριμες και εφικτές, πηγαίνοντας κάθε φορά ακόμη ένα βήμα πιο κοντά στον οραματικό μας στόχο. Γι’ αυτό, άλλωστε, το σχέδιο νόμου που θα καταθέσουμε έχει ονομαστεί «Κλεισθένης Ι», γιατί πολύ σύντομα θα ακολουθήσει η συνέχεια, με τις πιο δομικές αλλαγές στο κομμάτι των αρμοδιοτήτων».

Τέλος, στο πλαίσιο της επίσκεψής του στα Γιάννενα, ο ΓΓ του ΥΠΕΣ παραχώρησε συνέντευξη τύπου στα τοπικά ΜΜΕ, ενώ πραγματοποίησε και συνάντηση με το Δ.Σ. της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Μηχανικών Τεχνολογικού Τομέα Ανώτατης Εκπαίδευσης Δημοσίων Υπαλλήλων (Π.Ο.ΜΗ.Τ.Ε.Δ.Υ.).

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Κ. Πουλάκη:

Φίλες και φίλοι,

Θα ήθελα να ξεκινήσω συγχαίροντας τις παρατάξεις «Συμμαχία Ηπειρωτών» και «Ήπειρος Ανατροπής», και ιδιαίτερα τους επικεφαλής τους, Γιώργο Ζάψα και Κώστα Μπασιούκα, για την πρωτοβουλία να διοργανώσουν την αποψινή εκδήλωση.

Και θέλω να επισημάνω ότι τα συγχαρητήριά μου προς τους διοργανωτές δεν είναι απλώς εθιμοτυπικά.

Σχεδιάζοντας τη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που υπήρξε μία από τις κεντρικές προγραμματικές προτεραιότητες της σημερινής κυβέρνησης, επιλέξαμε να προχωρήσουμε με ανοιχτό εφ’ όλης της ύλης διάλογο, εδώ και δύο και πλέον χρόνια.

Δεν θα σας κουράσω θυμίζοντάς σας τα στάδια από τα οποία πέρασε η δημόσια συζήτηση, από την ειδική επιτροπή που συγκροτήθηκε και το πόρισμα στο οποίο κατέληξε οκτώ μήνες μετά, τον Μάρτιο του 2017, μέχρι σήμερα, λίγο πριν την κατάθεση του πρώτου νομοσχεδίου της μεταρρύθμισης αυτής, του «Κλεισθένη Ι» στη Βουλή.

Επειδή όμως οι μεταρρυθμίσεις κρίνονται και επί της ουσίας και επί της διαδικασίας, δεν μπορώ να μην επισημάνω τον ανοιχτό, εξαντλητικό και χωρίς αποκλεισμούς διάλογο που έγινε. Γιατί, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, το δημοκρατικό, το προοδευτικό, το αριστερό πρόσημο μιας μεταρρύθμισης κρίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο αυτή σχεδιάζεται και υλοποιείται. Αν δηλαδή ξεκινάει «από τα κάτω» και συλλογικά ή αν εκπορεύεται από κλειστά γραφεία και σχεδιασμούς στους οποίους μετέχουν μόνο οι εκάστοτε «ημέτεροι».

Δυστυχώς, τόσο η στάση της ηγεσίας των συλλογικών οργάνων της Αυτοδιοίκησης, όσο και οι επίσημες τουλάχιστον τοποθετήσεις των κομμάτων του προοδευτικού, δημοκρατικού χώρου – με την εξαίρεση του ΚΚΕ που, προς τιμήν του, δήλωσε ότι θα ψηφίσει την απλή αναλογική, σύμφωνα με τις πάγιες θέσεις του – δείχνουν ότι η συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θυσιάζεται στο βωμό της εξυπηρέτησης μιας, επιτρέψτε μου να τη χαρακτηρίσω, κοντόφθαλμης μικροκομματικής στρατηγικής. Είμαι ο τελευταίος που θα ψέξει τους θεσμικούς εκπροσώπους της Αυτοδιοίκησης ή τα κόμματα της αντιπολίτευσης γιατί ασκούν το αυτονόητο δικαίωμα και υποχρέωσή τους να επικρίνουν την κυβέρνηση. Όταν όμως κάποιος, για χάρη της σκέτης αντιπολίτευσης υπαναχωρεί από πάγιες θέσεις του ή υπονομεύει την παραμικρή δυνατότητα συγκροτημένης ή, έστω, πολιτισμένης συζήτησης, τότε μιλάμε για κάτι τελείως διαφορετικό.

Με αφορμή ωστόσο τη σημερινή σας εκδήλωση, που αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα του πώς οι άνθρωποι της Αυτοδιοίκησης, μπορούν να συζητούν, προς όφελος του θεσμού, ακόμα και χωρίς να συμφωνούν απαραίτητα σε όλα, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω και κάτι. Από όλες τις συναντήσεις που κάνουμε και τις περιοχές που επισκεπτόμαστε – έχω πάει σε περίπου 40 πόλεις – προκύπτει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των αυτοδιοικητικών δεν συμμερίζεται τη στάση και τις πρακτικές της ηγεσίας της ΚΕΔΕ και της ΕΝΠΕ. Πρόκειται για ανθρώπους που εργάζονται καθημερινά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των τοπικών τους κοινωνιών και την προαγωγή του θεσμού που υπηρετούν, που αναγνωρίζουν τη θετική πολιτική που έχουμε ασκήσει για τους Δήμους και τις Περιφέρειες μέσα σε δύσκολες συνθήκες και που ξέρουν και θέλουν να συζητούν, καταθέτοντας προτάσεις για τη βελτίωση πλευρών του «Κλεισθένη», ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση ή την κομματική τους ένταξη. Άλλωστε, πρέπει να σας πω – και είμαι σίγουρος ότι οι παρευρισκόμενοι θα με επιβεβαιώσουν – ότι στο Υπουργείο Εσωτερικών λειτουργούμε με ανοιχτές πόρτες και συνεργαζόμαστε με όλους τους αιρετούς, χωρίς αποκλεισμούς και κομματικά φίλτρα.

Θα ήθελα δε, σε ό,τι αφορά την κεντρική πολιτική σκηνή να κάνω μία ειδική αναφορά στον πρώην Υπουργό Εσωτερικών, κ. Γιάννη Ραγκούση, ο οποίος εξάλλου ταύτισε το όνομά του με τον «Καλλικράτη».

Και κάνω ειδική αναφορά στο πρόσωπό του, όπως και στο πρόσωπο του καλού φίλου και συνομιλητή σήμερα, Σπύρου Δανέλλη, γιατί θεωρώ ότι με τη στάση τους τιμούν τόσο την προσωπική τους διαδρομή, όσο και την ιστορία του προοδευτικού και δημοκρατικού χώρου στην Ελλάδα.

Όπως θυμάστε, οι μεταρρυθμίσεις που άφησαν ισχυρό αποτύπωμα στο θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης υπήρξαν και στην Ελλάδα, όπως και αλλού, προϊόντα προοδευτικών κυβερνήσεων. Κυβερνήσεων που είδαν στο συγκεκριμένο θεσμό ένα πεδίο διεύρυνσης της δημοκρατικής συμμετοχής, στήριξης της κοινωνικής αλληλεγγύης, καθιέρωσης ενός διαφορετικού μοντέλου βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης.

Και όμως. Ο «Κλεισθένης Ι», με όλες τις ατέλειές του, για τις οποίες μπορούμε να συζητήσουμε αν θέλετε στη συνέχεια, έχει δεχθεί μία άνευ προηγουμένου πολεμική, όχι μόνο από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία εν πάση περιπτώσει κινείται σε τελείως αντίθετη και ιδεολογικά κατεύθυνση. Αλλά έχει συναντήσει και την – για μένα ακατανόητη – άρνηση και πολεμική και της ηγεσίας, πολιτικής και αυτοδιοικητικής, του «Κινήματος Αλλαγής».

Πρόκειται για μια στάση που αδικεί πρώτα απ’ όλα την ιστορία της ίδιας της παράταξής της. Ιστορικά, το ΠΑΣΟΚ ήταν το κόμμα που ταυτίστηκε με τις περισσότερες μεγάλες τομές στο χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης : Από την καθιέρωση της αιρετής νομαρχίας τη δεκαετία του ’90, μέχρι την πιο πρόσφατη μεταρρύθμιση του «Καλλικράτη», το ΠΑΣΟΚ ως ο κυρίαρχος τότε πόλος της κεντροαριστεράς, έκανε διαρκώς, άλλοτε μικρά και άλλοτε πιο τολμηρά βήματα στο μετασχηματισμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Είναι λοιπόν λάθος να μην μπαίνει σήμερα στη συζήτηση για την προσπάθεια περαιτέρω αλλαγής του θεσμικού πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να συμφωνήσουμε σε όλα.

Ερχόμενος λοιπόν στην ουσία, θα ήθελα να ξεκινήσω με ένα – για μένα τουλάχιστον ρητορικό – πρώτο ερώτημα: Χρειάζεται σήμερα μία μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή τελείωσε η ιστορία της Αυτοδιοίκησης με τον «Καλλικράτη»;

Όπως ξέρετε, ήδη ο «Καλλικράτης» έχει υποστεί εκτεταμένες τροποποιήσεις το 2012, το 2014 και το 2017, με «πολυνομοσχέδια» του Υπουργείου Εσωτερικών. Άλλωστε, όπως πολύ σωστά το έθεσε ο ίδιος ο κ. Ραγκούσης, το θεσμικό πλαίσιο της Αυτοδιοίκησης πρέπει να εξελίσσεται.

Πού βρισκόμαστε σήμερα;

Παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών αιρετών σε όλη την Ελλάδα, που καταφέρνουν να τα βγάζουν πέρα σε δύσκολες συνθήκες, και παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει μόλις οκτώ χρόνια από την ψήφιση της τελευταίας εκτεταμένης μεταρρύθμισης, του «Καλλικράτη», νομίζω ότι πολύ λίγοι θα ισχυρίζονταν ότι σήμερα όλα βαίνουν καλώς και δεν χρειάζεται καμία απολύτως παρέμβαση στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει την οργάνωση και τη λειτουργία των Ο.Τ.Α.

Σαφέστατα, ανάλογα με την πολιτική άποψη και κυρίως ανάλογα με τις εμπειρίες του καθενός, πιθανόν να υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς το εύρος ή τις προτεραιότητες μιας τέτοιας αλλαγής.

Όμως, ανεξαρτήτως των διαφορετικών αποχρώσεων, πέρα από τις όποιες εμβαλωματικές λύσεις – όσο σημαντικές και επείγουσες να είναι και αυτές – έχω την αίσθηση ότι οι περισσότεροι θα συμφωνήσετε ότι η πραγματική και οριστική έξοδος της χώρας μας από την κρίση – μια κρίση όχι μόνο δημοσιονομική, αλλά και παραγωγική, κοινωνική, θεσμική, αξιακή και πολιτική – απαιτεί και σύγχρονους, ισχυρούς, αποτελεσματικούς και, κυρίως, ζωντανούς και ανοιχτούς αυτοδιοικητικούς θεσμούς.

Άρα, λοιπόν, ναι. Χρειάζεται σήμερα μια αλλαγή σε προοδευτική, δημοκρατική και αναπτυξιακή κατεύθυνση του θεσμικού πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Και σε ένα τέτοιο ευρύτερο μεταρρυθμιστικό πλαίσιο εντάσσεται, ως πρώτο βήμα, το σχέδιο νόμου «Κλεισθένης Ι».

Ερώτημα δεύτερο. Κατάργηση ή βελτίωση του «Καλλικράτη»;

Πρόκειται για μία συζήτηση που, κατά τη γνώμη μου, μας έχει απασχολήσει δυσανάλογα πολύ και χάνει την ουσία του θέματος.

Όπως θυμάστε, ήδη από το 2010, το σήμερα κυβερνόν κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει καταθέσει δημόσια την κριτική του στον «Καλλικράτη». Αναγνωρίσαμε βέβαια τα πολλά θετικά βήματα που έκανε, με κυριότερο την καθιέρωση της περιφερειακής αυτοδιοίκησης, ένα πάγιο αίτημα της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, επισημάναμε όμως – στοιχείο που αποδείχθηκε στην πράξη στη συνέχεια – ότι κάποιες επιλογές του, κυρίως χωροταξικού και οικονομικού χαρακτήρα, είναι σε λάθος κατεύθυνση, ενώ σε πολλά σημεία παρέμεινε άτολμος.

Πρώτον, ανεξαρτήτως των προθέσεων των εμπνευστών του, ο «Καλλικράτης» ταυτίστηκε χρονικά και ουσιαστικά με την είσοδο της χώρας και της Αυτοδιοίκησης στην περίοδο των μνημονίων.

Δεύτερον, ο «Καλλικράτης» διατήρησε το έλλειμμα δημοκρατικής λειτουργίας που χαρακτήριζε και συνέχισε να χαρακτηρίζει την Τοπική Αυτοδιοίκηση, όχι μόνο λόγω του ακραία πλειοψηφικού ισχύοντος εκλογικού συστήματος, αλλά και λόγω της ατολμίας που επέδειξε σε ισχύοντες θεσμούς, όπως λ.χ. οι θεσμοί άμεσης κοινωνικής συμμετοχής, τα δημοψηφίσματα, οι επιτροπές διαβούλευσης, ο δημοτικός και περιφερειακός συμπαραστάτης, η μητροπολιτική διακυβέρνηση κ.λπ.

Τρίτον, με δεδομένη και τη μεγάλη ασυμμετρία μεταξύ των νέων ΟΤΑ – καθώς πλάι στους νέους μεγάλους Δήμους που προέκυψαν από τις συνενώσεις διατηρούνται και κάποιοι πολύ μικροί, ιδιαίτερα στη νησιωτική, αλλά και την ορεινή χώρα – αναδεικνύεται μη λειτουργικό το ενιαίο «κουστούμι» που έφτιαξε ο «Καλλικράτης» για όλους. Έτσι, από τη μία οι πιο ισχυροί δομικά Δήμοι και οι Περιφέρειες ασφυκτιούν μέσα στο ισχύον πλαίσιο και ζητούν, εύλογα, να τους δοθεί η δυνατότητα να κάνουν περισσότερα και με μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας, ενώ από την άλλη, οι μικρότεροι Δήμοι τρέχουν διαρκώς πίσω τους, προκειμένου να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ισχύοντος πλαισίου, χωρίς να μπορούν αντικειμενικά τις περισσότερες φορές να το πετύχουν.

Οι τρεις αυτές βασικές αδυναμίες του «Καλλικράτη», προστέθηκαν στα δομικά διαρθρωτικά προβλήματα και ελλείμματα της ελληνικής Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα οποία είναι σύμφυτα σε πολλές περιπτώσεις με τις γενικότερες παθογένειες του σύγχρονου ελληνικού κράτους, τόσο σε επίπεδο διοίκησης όσο και σε επίπεδο πολιτικού συστήματος.

Και βέβαια, σε όλα αυτά προστέθηκαν τα οκτώ χρόνια δημοσιονομικών περιορισμών, με όλες τις συνέπειες που είχαν στους πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό των ΟΤΑ. Και κυρίως, στην κοινωνική συνοχή και στο ίδιο το ενδιαφέρον των πολιτών για τα κοινά, έστω και σε τοπικό επίπεδο.

Με βάση λοιπόν όλα τα παραπάνω – και ανεξαρτήτως του πώς αξιολογεί ο καθένας τις προθέσεις των συντακτών του «Καλλικράτη» ή του πού τοποθετείται πολιτικά – νομίζω ότι η ίδια η πραγματικότητα την οποία βιώνει ο θεσμός της Αυτοδιοίκησης και, πρώτα απ’ όλα οι πολίτες, μας δείχνει το δρόμο που πρέπει να κινηθούμε. Χρειάζεται μία περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη αλλαγή και σε κάποια σημεία συμπλήρωση του «Καλλικράτη», όχι μόνο για να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα, αλλά και για να πάμε την υπόθεση της Αυτοδιοίκησης στη χώρα μας κάποια βήματα μπροστά με βάση τα νέα δεδομένα.

Φίλες και φίλοι,

Επιτρέψτε μου να έρθω λίγο στον «Κλεισθένη». Και πριν απαντήσω στο κεντρικό ερώτημα της εκδήλωσης περί της συμμετοχικής αυτοδιοίκησης και της απλής αναλογικής, να ξεκαθαρίσω δύο-τρία σημεία.

Κατ’ αρχάς το σχέδιο νόμου που αυτές τις μέρες παίρνει το δρόμο του για τη Βουλή δεν είναι ούτε πλήρες ούτε τέλειο – και ουδέποτε ισχυριστήκαμε κάτι τέτοιο. Και βέβαια, δεν εξαντλεί σε καμία περίπτωση το όραμά μας για τη σύγχρονη προοδευτική δημοκρατική αυτοδιοίκηση. Είναι όμως ένα πρώτο και πολύ μεγάλο, αποφασιστικό βήμα.

Πάντοτε, πολλώ δε μάλλον στις σημερινές συνθήκες, μια μεταρρύθμιση δεν αρχίζει και δεν τελειώνει σε ένα νομοσχέδιο. Είναι μία ολόκληρη διαδικασία, στην οποία προχωράμε βήμα-βήμα, όσες αλλαγές είναι ώριμες και εφικτές, πηγαίνοντας κάθε φορά ακόμη ένα βήμα πιο κοντά στον οραματικό μας στόχο. Γι’ αυτό, άλλωστε, το σχέδιο νόμου που θα καταθέσουμε έχει ονομαστεί «Κλεισθένης Ι», γιατί πολύ σύντομα θα ακολουθήσει η συνέχεια, με τις πιο δομικές αλλαγές στο κομμάτι των αρμοδιοτήτων.

Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε νομοσχέδιο εντάσσεται στο πλαίσιο της συνολικότερης πολιτικής που ακολουθεί κάθε φορά το Υπουργείο.

Θέλω δε να πιστεύω ότι τα τελευταία χρόνια η πολιτική του Υπουργείου, για την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των ΟΤΑ, για τη στήριξη της εργασίας και του έμψυχου δυναμικού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, για την ενίσχυση ουσιαστικά και συμβολικά του ρόλου των αιρετών, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη των προθέσεων της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΣ έναντι του αυτοδιοικητικού θεσμού και της προσπάθειας στήριξης και σταδιακής αναβάθμισής του.

Θα μπορούσα να κάνω εδώ έναν αναλυτικό απολογισμό των πρωτοβουλιών μας τα τελευταία τριάμιση χρόνια, με τις οποίες αποδείξαμε ότι ακούμε και στηρίζουμε την Αυτοδιοίκηση. Θα μπορούσα να μιλήσω για τις πρώτες αλλαγές και την άμεση αποκατάσταση των αδικιών με το ν. 4325/2015, για τις ρυθμίσεις του λεγόμενου «παράλληλου προγράμματος», του νόμου 4368/2016, για το πολυνομοσχέδιο που περάσαμε το προηγούμενο καλοκαίρι, το νόμο 4483/2017, για τα προγράμματα ΕΣΠΑ που σχεδιάσαμε και τρέχουμε πρώτη φορά από κοινού με τους θεσμικούς εκπροσώπους της Αυτοδιοίκησης, για την προσπάθεια ψηφιακού μετασχηματισμού του τρόπου λειτουργίας των Δήμων και των Περιφερειών, για το μεγάλο χρηματοδοτικό πρόγραμμα ΦΙΛΟΔΗΜΟΣ Ι και ΙΙ που τρέχει αυτές τις μέρες για την πραγματοποίηση σημαντικών έργων υποδομής στους Δήμους.

Δεν θα το κάνω, ωστόσο, σεβόμενος το χρόνο και θέλοντας να έχουμε τη δυνατότητα συζήτησης. Άλλωστε είμαι σίγουρος ότι όσοι και όσες δραστηριοποιείστε στο χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχετε άμεση προσωπική εμπειρία όλων αυτών.

Μέσα σε αυτό το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο, ο «Κλεισθένης Ι» αποτελεί την πρώτη νομοθετική αποτύπωση μιας μεταρρύθμισης με τέσσερις βασικούς άξονες :

· Δημοκρατία και συμμετοχή,

· Αποτελεσματικότητα στη λειτουργία των ΟΤΑ ως διοικητικών δομών,

· Ουσιαστική οικονομική βιωσιμότητα των Δήμων και των Περιφερειών και

· Πρωταγωνιστική συμβολή της Αυτοδιοίκησης στην εθνική προσπάθεια για μια δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας, για την οριστική έξοδο από την κρίση και τα μνημόνια με την κοινωνία όρθια.

Το υπό κατάθεση σχέδιο νόμου περιλαμβάνει ρυθμίσεις και στρώνει, θα έλεγα, το δρόμο για την υλοποίηση και των τεσσάρων αξόνων, με μια σειρά ρυθμίσεις για την κατηγοριοποίηση των Δήμων, για τη λειτουργία της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας ΟΤΑ, για τον τρόπο κατανομής των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων, για τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του «Παρατηρητηρίου», ώστε να σέβεται την αυτοτέλεια και την πολιτική λειτουργία της Αυτοδιοίκησης, για την αναβάθμιση του θεσμού του Δημοτικού και Περιφερειακού Συμπαραστάτη και τόσες άλλες.

Ωστόσο, στο πρώτο αυτό μεταρρυθμιστικό «κύμα», για λόγους και αντικειμενικούς και, κυρίως, ουσιαστικούς πολιτικούς, αυτό που κυρίως προτάσσεται είναι ο πρώτος άξονας : η δημοκρατική και συμμετοχική λειτουργία των ΟΤΑ.

Και θα μου επιτρέψετε, πριν κλείσω την ομιλία μου με την αναφορά στην απλή αναλογική, που αποτέλεσε και το κύριο θέμα συζήτησης όλο το προηγούμενο διάστημα, αδικώντας αν θέλετε το υπόλοιπο περιεχόμενο του νομοσχεδίου, να αναφερθώ στις υπόλοιπες ρυθμίσεις που προάγουν τη δημοκρατία και τη συμμετοχική λειτουργία στους Δήμους και τις Περιφέρειες :

Πρώτον, η ενίσχυση του ρόλου των Κοινοτήτων, προκειμένου να μπορούν να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους ανεξάρτητα από τις παρατάξεις του κεντρικού δημοτικού συμβουλίου, και μάλιστα από ενιαία λίστα στις μικρότερες Κοινότητες έως 300 κατοίκων. Πρόκειται για μια ρύθμιση που αφήνει χώρο σε τοπικές πρωτοβουλίες και κινήματα, σε πολίτες που θέλουν να δραστηριοποιηθούν για την άμεση καθημερινότητα του χωριού τους, να μπορούν να το κάνουν χωρίς να πρέπει απαραίτητα να δεθούν στο άρμα του εκάστοτε Δημάρχου. Νομίζω ότι πρόκειται για μια ρύθμιση που ειδικά σε περιοχές όπως η Ήπειρος με τις πολλές και απομακρυσμένες ορεινές κοινότητες θα γίνει ιδιαίτερα αισθητή και θα βοηθήσει την αναζωογόνηση της ζωής εκεί.

Δεύτερον, αντίστοιχα σε περιφερειακό επίπεδο, η κατάργηση της άμεσης εκλογής των χωρικών Αντιπεριφερειαρχών ως «λύση-πακέτο» με τον εκάστοτε Περιφερειάρχη και η υποχρέωση να νομιμοποιηθούν πρώτα από τους πολίτες, μέσω της βασάνου του «σταυρού», ώστε να έχουν λόγο οι τοπικές κοινωνίες, αλλά και η θεσμοποίηση πια αυτού που άτυπα συνέβαινε ήδη, να συνεδριάζουν δηλαδή υπό τον οικείο Αντιπεριφερειάρχη οι περιφερειακοί σύμβουλοι μιας συγκεκριμένης Περιφερειακής Ενότητας, για να εισηγηθούν και να στηρίξουν θέματα της περιοχής τους, είναι επίσης ρυθμίσεις που αποκαθιστούν την τρωθείσα ως ένα βαθμό εγγύτητα της Αυτοδιοίκησης προς τους πολίτες. Και νομίζω ότι όχι μόνο δεν πλήττουν, αλλά αντίθετα ενισχύουν το βήμα που έκανε ο «Καλλικράτης» για την περιφερειακή αυτοδιοίκηση και τη συνένωση των Δήμων, διότι αποσοβούν φυγόκεντρες τάσεις και συνδυάζουν αρμονικά την τοπική δραστηριοποίηση και παρέμβαση με την πορεία προς την καλλιέργεια ενιαίας δημοτικής και περιφερειακής συνείδησης σε κάθε περιοχή.

Τρίτον, η ενίσχυση του ρόλου και η διευκόλυνση της ουσιαστικής λειτουργίας των Δημοτικών και Περιφερειακών Επιτροπών Διαβούλευσης, ώστε να μην είναι ένα τυπικό συμπλήρωμα των οικείων Δημοτικών ή Περιφερειακών Συμβουλίων, που θα συγκαλούνται μόνο εκεί που ο νόμος ζητά την υποχρεωτική γνωμοδότησή τους, αλλά να αποτελέσουν τοπικά και περιφερειακά fora, όπου οι κοινωνικοί και πολιτικοί φορείς, οι θεσμικοί εκπρόσωποι της τοπικής κοινωνίας θα ανταλλάσσουν απόψεις, θα παρεμβαίνουν και θα θέτουν θέματα προς συζήτηση και λύση από τις αντίστοιχες αυτοδιοικητικές αρχές, με όρους μεγαλύτερης διαφάνειας και δημοσιότητας.

Τέταρτον, η γενίκευση του θεσμού του δημοψηφίσματος και σε τοπικό και σε περιφερειακό επίπεδο, με ρυθμίσεις που επιτρέπουν την άμεση ενεργοποίησή του, χωρίς να απαιτείται – όπως στο παρελθόν – σύμπραξη της κεντρικής διοίκησης, και με τη δυνατότητα προκήρυξής του και με λαϊκή πρωτοβουλία. Πρόκειται για έναν θεσμό που μέχρι τώρα παρέμενε στα χαρτιά, ενώ θα μπορούσε να διαδραματίσει κρίσιμο πολιτικά και ουσιαστικά ρόλο σε μεγάλα θέματα, όπως μας απέδειξε η κινητοποίηση των κατοίκων των Δήμων της Θεσσαλονίκης το 2014 για την ιδιωτικοποίηση του νερού.

Πέμπτον, η αποσύνδεση του χρόνου διεξαγωγής των αυτοδιοικητικών εκλογών από τις ευρωεκλογές. Στο θέμα αυτό, κατ’ αρχήν θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι το να υποτάσσεται μια κορυφαία δημοκρατική διαδικασία που επιδρά καταλυτικά στην καθημερινότητα των πολιτών, όπως η εκλογή δημοτικών και περιφερειακών αρχών, σε σκοπιμότητες όπως η αποτροπή της αποχής στις ευρωεκλογές ή η εξοικονόμηση κάποιων χρημάτων είναι εξόχως προβληματική. Παρεμπιπτόντως, η εξοικονόμηση αυτή δεν αγγίζει ούτε κατά διάνοια τα ποσά των 40 έως 60 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία συνήθως αναφέρονται. Την εποχή που ψηφίστηκε ο «Καλλικράτης» ήταν πράγματι αυτό το ύψος των δαπανών για τις εκλογές. Ενδεικτικά ο άθροισμα του κόστους των ευρωεκλογών του 2009 και των αυτοδιοικητικών του 2010 ήταν 68 + 75 = 143 εκατ. ευρώ, ενώ η ταυτόχρονη διεξαγωγή ευρωεκλογών και αυτοδιοικητικών το 2014 στοίχησε 90 εκατ. ευρώ, δηλαδή η εξοικονόμηση ήταν όντως της τάξης των 53 εκατ. ευρώ. Μόνο που, στο μεταξύ, ενώ οι βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2012 στοίχησαν 60 εκατ. ευρώ και οι βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 55 εκατ. ευρώ, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έγιναν δύο εκλογικές διαδικασίες (δημοψήφισμα και βουλευτικές εκλογές Σεπτεμβρίου 2015), με κόστος 27 και 33 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Επομένως, η εξοικονόμηση μπορεί να προέλθει και έχει ήδη προέλθει από αλλού, χωρίς να χρειάζεται να υποβαθμιστούν έτσι, λόγω της αυθαίρετης άθροισής τους, δύο κορυφαίες διαδικασίες. Τα διακυβεύματα είναι διαφορετικά, το πεδίο της αντιπαράθεσης είναι διαφορετικό και η ξεχωριστή διενέργεια αυτοδιοικητικών εκλογών και ευρωεκλογών συμβάλει στην εμβάθυνση της δημοκρατικής συζήτησης και στα δύο επίπεδα.

Φίλες και φίλοι,

Θα κλείσω την παρέμβασή μου με το θέμα της απλής αναλογικής.

Κατ’ αρχάς είναι σαφές από όσα προανέφερα και πολλά άλλα που δεν υπήρχε ο χρόνος να θίξω ότι η απλή αναλογική είναι στην πραγματικότητα το κύριο στοιχείο που «ενοχλεί» κάποιες πλευρές στον «Κλεισθένη». Αν αυτή δεν υπήρχε, νομίζω ότι κανείς δεν θα είχε αντίρρηση – το αντίθετο μάλιστα – για τις υπόλοιπες ρυθμίσεις του.

Και, επειδή είναι σκόπιμο – ανεξαρτήτως διαφορετικών απόψεων – η δημόσια συζήτηση να γίνεται επί πραγματικών δεδομένων, είναι χρήσιμο να αποσαφηνιστούν ορισμένα ζητήματα:

Πρώτον, η αλλαγή του εκλογικού συστήματος και η καθιέρωση της απλής αναλογικής, αν και αποτελεί, ως γνωστόν, διαχρονικό ταυτοτικό στοιχείο της Αριστεράς και κεντρική προγραμματική προτεραιότητα της σημερινής κυβέρνησης, δεν είναι απλώς μία αξιακή επιλογή, αλλά στηρίζεται σε πολύ συγκεκριμένα και αναμφισβήτητα πραγματικά δεδομένα και έρχεται να καλύψει ένα υπαρκτό δημοκρατικό έλλειμμα που δημιουργεί το ακραία πλειοψηφικό ισχύον σύστημα.

Μία απλή επεξεργασία των αποτελεσμάτων των εκλογών του 2014 αρκεί για να αποδειχθεί το στοιχείο αυτό. Πιο αναλυτικά:

Σε σύνολο 325 Δήμων,

· 4 (1%) από τους σημερινούς Δημάρχους έλαβαν ποσοστό κάτω από 20%,

· 59 (18%) από τους σημερινούς Δημάρχους έλαβαν ποσοστό κάτω από 30% ενώ,

· 136 (42%) από τους σημερινούς Δημάρχους έλαβαν ποσοστό κάτω από 40%,

Αντίστοιχα, σε σύνολο 13 Περιφερειών,

· 4 (31%) από τους σημερινούς Περιφερειάρχες έλαβαν ποσοστό κάτω από 30% ενώ,

· 8 (61%) από τους σημερινούς Περιφερειάρχες έλαβαν ποσοστό κάτω από 40%.

Παρ’ όλα αυτά, και οι μεν και οι δε, βάσει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, ελέγχουν τα 3/5 (60%) των εδρών του αντίστοιχου δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου. Στους Δήμους, οι πρώτοι συνδυασμοί πήραν 1,5 φορά περισσότερες έδρες επί αυτών που θα τους αναλογούσαν με βάση το σύστημα της απλής αναλογικής, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις αυτό φτάνει και τις 3,5 φορές επάνω από τις έδρες που θα δικαιούνταν. Αντίστοιχα, στις Περιφέρειες, το ποσοστό των εδρών που πήραν οι πρώτοι συνδυασμοί επί αυτών που θα τους αναλογούσαν με βάση το σύστημα της απλής αναλογικής είναι σχεδόν 1,8 φορές πάνω από τις έδρες που δικαιούνταν.

Με άλλα λόγια, ένα απαγορευτικά μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος – έως και 4 στους 10 πολίτες – δεν εκπροσωπείται στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια. Ή, για να το θέσω διαφορετικά, «εκπροσωπείται» από έναν συνδυασμό διαφορετικό από αυτόν που επέλεξε.

Πρόκειται για μια πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί πια κανείς να παραβλέψει, ειδικά μετά από τη γενικευμένη πολιτική κρίση που πέρασε και περνά η χώρα, η οποία έχει ανάγει το αίτημα για «πραγματική δημοκρατία» σε κυρίαρχο.

Δεύτερον, η περιβόητη «κυβερνησιμότητα» των ΟΤΑ, που συνήθως προβάλλεται σε αντιπαράθεση με τη δημοκρατική συγκρότηση των δημοτικών

και περιφερειακών συμβουλίων, είναι κάτι που επιτυγχάνεται μόνο με πολιτικούς όρους – με την άσκηση πολιτικών που θα διασφαλίζουν την κοινωνική ειρήνη και άρα τη συναίνεση εντός των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων. Καμία νομοθετική ρύθμιση δεν μπορεί να εξασφαλίσει την a priori «κυβερνησιμότητα», όπως αποδεικνύεται και από την πρόσφατη εμπειρία. Όσο μεγάλη πλειοψηφία και αν εξασφαλίζει ο νόμος

στον Δήμαρχο ή στον Περιφερειάρχη, δεν είναι καθόλου λίγες οι φορές που – και υπό το ισχύον, ακραία πλειοψηφικό, εκλογικό σύστημα – χάνεται η πλειοψηφία γιατί δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι διαφοροποιούνται από τις επιλογές του επικεφαλής τους, συχνά υπό το βάρος της κοινωνικής αντίδρασης και πίεσης. Έτσι, η απάντηση στο ζήτημα της «κυβερνησιμότητας»

είναι πρωτίστως πολιτική και δευτερευόντως θεσμική και νομική, αφού ικανός και καλός τοπικός ηγέτης είναι αυτός που καταφέρνει να συνθέτει τις διαφορετικές απόψεις, να βρίσκει επιχειρήματα, να πείθει και να εξασφαλίζει τη στήριξη του δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου. Άλλωστε, αν η απλή αναλογική ψηφίστηκε, ως νόμος του Κράτους, για την κεντρική κυβέρνηση, όπου τα διακυβεύματα είναι σαφώς μεγαλύτερα και οι πολιτικές/κομματικές αντιπαραθέσεις οξύτερες, είναι σίγουρο ότι μπορεί πολύ πιο εύκολα να λειτουργήσει στο τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, όπου οι πολιτικές και ιδεολογικές εντάσεις είναι χαμηλότερου βαθμού και το πεδίο επίτευξης συναινέσεων για τα τοπικά ζητήματα είναι ευρύτερο.

Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να θυμίσω ότι στο υπό κατάθεση σχέδιο νόμου προβλέπεται σειρά ρυθμίσεων, με τις οποίες καθιδρύεται μια νέα λειτουργική θεσμική ισορροπία, κυρίως διευκολύνεται η επίτευξη συναινέσεων και τίθενται ασφαλιστικές δικλείδες για την υπέρβαση τυχόν αδιεξόδων. Εκτός από το ζήτημα της εκτεταμένης διαβούλευσης που είναι η πλέον αποτελεσματική εγγύηση «κυβερνησιμότητας», τέτοιες ρυθμίσεις είναι, μεταξύ άλλων:

· η καθιέρωση της δυνατότητας του Δημάρχου και του Περιφερειάρχη να επιλέγουν τους Αντιδημάρχους και Αντιπεριφερειάρχες, αντίστοιχα, από το σύνολο των παρατάξεων, στο πλαίσιο ενδεχόμενων συνεργασιών,

· η διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση της «λευκής ψήφου», η οποία πλέον δεν θα υπολογίζεται για το σχηματισμό πλειοψηφίας, με αποτέλεσμα την επαύξηση της υπευθυνότητας της εκάστοτε αντιπολίτευσης,

· η εισαγωγή μίας ειδικής διαδικασίας συζήτησης και ψήφισης επί των κυριότερων αποφάσεων, περί του τεχνικού προγράμματος και του προϋπολογισμού των ΟΤΑ, που διευκολύνει τη διαμόρφωση πλειοψηφίας επί συγκεκριμένων προτάσεων,

· η διεύρυνση της δημοσιότητας των συνεδριάσεων των οργάνων των Δήμων και των Περιφερειών, ώστε να υπάρχει καλύτερη ενημέρωση και πίεση της κοινής γνώμης, και βέβαια,

· η πρόβλεψη, ως «ύστατου καταφυγίου», σε περιπτώσεις σοβαρού αδιεξόδου, της δυνατότητας προσφυγής σε τοπικό/περιφερειακό δημοψήφισμα.

Ωστόσο, πρέπει να σας πω ότι δεν με βρίσκουν σύμφωνο – παρ’ όλο που εκτιμώ την πρόθεση συζήτησης – οι προτάσεις που ζητούν να αλλοιώσουμε λίγο τον αναλογικό χαρακτήρα του προτεινόμενου εκλογικού συστήματος στο όνομα της «κυβερνησιμότητας» και της αποτροπής εισόδου στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια κάποιων «περίεργων» ή «γραφικών», όπως λέγεται συχνά. Κατ’ αρχάς δεν θα συμφωνήσω από θέση αρχής ότι κάποιος που πήρε ένα σεβαστό μερίδιο των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος μπορεί έτσι ελαφρά τη καρδία να χαρακτηρίζεται «περίεργος» ή «γραφικός».

Αλλά και πέραν αυτού. Το θέμα της καθιέρωσης ορίου εισόδου – λόγου χάρη της τάξης του 3% – είναι μια πρόταση που, ενώ στην περίπτωση των εθνικών εκλογών, βρίσκει κάποια έστω σχετική αιτιολόγηση, στην περίπτωση των αυτοδιοικητικών εκλογών αυτοί οι συνήθως επικαλούμενοι λόγοι εκλείπουν, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στις εθνικές εκλογές επιτρέπονται οι μεμονωμένες υποψηφιότητες, κάτι που δεν ισχύει σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

Άλλωστε, και ο ίδιος ο «Καλλικράτης», που δεν προχώρησε στην επί το αναλογικότερο αλλαγή του εκλογικού συστήματος, δεν προέβλεπε κανένα τέτοιο όριο, αλλά αντίθετα οι συνδυασμοί μπορούσαν να καταλάβουν έδρα ακόμη και με βάση τα αδιάθετα υπόλοιπά τους.

Έτσι, τυχόν αποδοχή της πρότασης για την καθιέρωση ορίου π.χ. 3%, δεν θα εμπόδιζε ούτε τους διάφορους τοπικούς «παραγοντίσκους» (αντίθετα, η υποχρέωση που προβλέπει ο «Κλεισθένης» να καταρτίσουν πλήρες ψηφοδέλτιο για όλες τις έδρες του συμβουλίου, το επιτυγχάνει), ούτε πολλώ δε μάλλον την ακροδεξιά, που δυστυχώς εδώ και καιρό έχει υπερβεί στη χώρα μας το ποσοστό αυτό. Αντίθετα, όμως, θα άφηνε εκτός δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων παρατάξεις του ευρύτερου προοδευτικού χώρου που σήμερα μετέχουν, και μάλιστα εποικοδομητικά, στα κατά τόπους συμβούλια. Θέλουμε λόγου χάρη να αποκλείσουμε παρατάξεις από το χώρο της οικολογίας; Και περαιτέρω, θέλουμε να κλείσουμε το δρόμο σε τοπικές πρωτοβουλίες και κινήματα που δεν θα στηρίζονται σε κόμματα της κεντρικής πολιτικής σκηνής;

Η απάντηση κατά τη γνώμη μου είναι προφανώς αρνητική.

Φίλες και φίλοι,

Έχω ήδη μακρηγορήσει, καθώς το θέμα είναι μεγάλο και με πολλές προεκτάσεις – θεσμικές, πολιτικές και κοινωνικές.

Θα κλείσω λοιπόν την παρέμβασή μου εδώ, με την εξής επισήμανση :

Η αλλαγή που φέρνουμε στα θέματα αναλογικής συγκρότησης των συμβουλίων, δημοκρατικής λειτουργίας των ΟΤΑ και άμεσης συμμετοχής των πολιτών στα αυτοδιοικητικά πράγματα κινείται θεωρώ σε σωστή, προοδευτική κατεύθυνση. Και θα συμπληρωθεί στο πιο οργανωτικό επίπεδο με το δεύτερο σκέλος της μεταρρύθμισης που θα αφορά την αναβάθμιση της αποτελεσματικής λειτουργίας των ΟΤΑ.

Ωστόσο, αυτή η αλλαγή – όπως και πολλές άλλες, ιστορικού χαρακτήρα τομές και μεταρρυθμίσεις – θα κριθεί στο τέλος και θα πετύχει ή θα αποτύχει, όχι από την ορθότητα ή μη των νομοθετικών ρυθμίσεων, άλλωστε οι νόμοι γράφονται και σβήνονται εύκολα. Θα πετύχει εφ’ όσον την αγκαλιάσουν και την κάνουν δική τους υπόθεση οι ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις, οι προοδευτικοί και δημοκρατικοί πολίτες σε κάθε πόλη και σε κάθε περιφέρεια της χώρας. Αν συμβεί αυτό, αν βρεθούν οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που θα δουν στην αλλαγή αυτή όχι μια ευκαιρία κατάληψης μιας-δύο εδρών στα δημοτικά συμβούλια και άρα κατακερματισμού, αλλά την απαρχή μιας νέας περιόδου συζήτησης και σύμπραξης κατά τόπους όσων μοιράζονται κάποιες κοινές αξίες και ένα κοινό, τουλάχιστον στις βασικές του κατευθύνσεις, τοπικό και περιφερειακό όραμα, όχι μόνο θα έχουμε πετύχει. Αλλά θα αποτελέσει η αλλαγή αυτή την απαρχή της εισόδου στο προσκήνιο νέων ανθρώπων και νέων ιδεών, θα δώσει έκφραση σε τοπικές πρωτοβουλίες και κινήματα, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ουσιαστικών συγκλίσεων των προοδευτικών δυνάμεων σε στέρεες προγραμματικές βάσεις και θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο που σκεφτόμαστε και δρούμε τοπικά.

Και νομίζω ότι η αποψινή σας εκδήλωση αποδεικνύει ότι η δημοκρατική αυτοδιοίκηση ξέρει να συζητά και να προβληματίζεται, ξέρει να συνθέτει και έχει την ωριμότητα και την όρεξη να κάνει δική της υπόθεση τη δημοκρατική και συμμετοχική λειτουργία των Δήμων και των Περιφερειών.