Το ΣτΕ, σε πρόσφατη εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης κατά της
εγκυκλίου Αχτσιόγλου, η οποία ρυθμίζει το μείζον ζήτημα των 3ετιών
για τους εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, θα
επιληφθεί ενός προβλήματος που δημιουργήθηκε για δύο λόγους :
  • Αφενός, της ασάφειας του νόμου 4172/2013 αναφορικά με την ακριβή έννοια του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και τουνομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου, με δεδομένο ότι το2014 το επίμαχο άρθρο 103 του ως άνω Νόμου τροποποιήθηκε γιανα συμπληρωθεί η έννοια του κατώτατου μισθού με τη φράση :«και ως τέτοιος νοείται μια μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς» (εννοώντας άραγε ότι δεν περιλαμβάνει τις τριετίες;) και
  • Της άτολμης επακολουθήσασας πρωτοβουλίας του Υπουργείου Εργασίας το 2019, να επιλύσει το μείζον αυτό θέμα με την έκδοση μιας εγκυκλίου αντί της νομοθετικής διάταξης, η οποία θα αποσαφήνιζε πλήρως το όλο πρόβλημα.
Τυχόν ευδοκίμηση της αίτησης ακύρωσης θα μπορούσε να επιφέρει την
ακυρότητα της εγκυκλίου με αναδρομικό αποτέλεσμα, από τότε που η
εγκύκλιος αυτή δημοσιεύτηκε, δηλαδή από τις 18 Φεβρουαρίου του
2019. Σε καμία περίπτωση όμως δε θεωρώ ότι το απευκταίο αυτό
αποτέλεσμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναδρομική αναζήτηση των
ποσών των τριετιών που στο μεταξύ καταβλήθηκαν στους εργαζόμενους
του ιδιωτικού τομέα.
Αυτό, πέραν του έντονου κοινωνικού προβλήματος που θα δημιουργούσε
(αναδρομική μείωση μισθών έως και κατά 30%) και της επιβάρυνσης
των επιχειρήσεων με περαιτέρω γραφειοκρατικά βάρη (συμπλήρωση
νέων ΑΠΔ, αντιδικίες με τους εργαζόμενους), θα ήταν και νομικά άτοπο,
αφού σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί πλάνη των
εργοδοτών στην καταβολή των 3ετιών, όταν μάλιστα αυτή γινόταν και
γίνεται χωρίς καμία επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους.
Γραφεί ο Γιάννης Καρούζος, Εργατολόγος