Από το νόμο προβλέπεται η υποχρέωση των μισθωτών να προειδοποιήσουν τον εργοδότη για την αποχώρησή τους από την εργασία που σκοπεύουν να κάνουν γιατί διαφορετικά υποχρεούνται να καταβάλουν ειδική αποζημίωση, χωρίς βέβαια να επέρχεται ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τη μη καταβολή της. Εφόσον ωστόσο, ο μισθωτός τηρήσει το χρόνο προειδοποίησης που προβλέπει ο νόμος για την καταγγελία, απαλλάσσεται από οποιαδήποτε υποχρέωση για αποζημίωση.

Συχνό φαινόμενο ωστόσο, συνιστά πλέον η πρακτική πολλών εργοδοτών, οι οποίοι, προκειμένου να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, ωθούν τους μισθωτούς σε οικειοθελή αποχώρηση, καθιστώντας αφόρητη τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης.

Ειδικότερα, οι συνεχείς παραλείψεις του εργοδότη να καταβάλει το μισθό, οι συνεχείς εξυβρίσεις ή προσβολές της προσωπικότητας του μισθωτού ή άλλες ενέργειες που καθιστούν τη συνεργασία δύσκολη και δημιουργούν ένα δυσμενές εργασιακό κλίμα μπορούν να θεωρηθούν ως ενέργειες που αποσκοπούν σε παραίτηση του μισθωτού. Εξαναγκασμός σε παραίτηση μπορεί να θεωρηθεί η στέρηση καθηκόντων από τον εργαζόμενο αλλά και η σεξουαλική παρενόχληση από τον ίδιο τον εργοδότη ή η ανοχή του για την σεξουαλική παρενόχληση από τρίτους.

Ο ως άνω εξαναγκασμός του εργαζομένου σε παραίτηση από τον εργοδότη, προκειμένου να αποφύγει ο τελευταίος την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Επομένως, ο μισθωτός δύναται με βάση το άρθρο 7 του Ν. 2112/1920, να θεωρήσει την μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη και να αποχωρήσει, αξιώνοντας συγχρόνως την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης.

Ο Γιάννης Καρούζος είναι δικηγόρος-εργατολόγος