«Προτείνουμε την καθιέρωση, παγίως, αναλογικού εκλογικού συστήματος, καθιέρωση που θα προβλέπεται στο Σύνταγμα, αλλά και την ταυτόχρονη καθιέρωση της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας», ανέφερε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στη συνεδρίαση της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ.
«Η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας αποτελεί το θεσμό, σύμφωνα με τον οποίο πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Κοινοβούλιο, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υπερψηφίζεται ταυτόχρονα και άλλος πρωθυπουργός» τόνισε ο κ. Τσίπρας και συμπλήρωσε: «Και τούτο, φυσικά, δεν δημιουργεί μόνο συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, καθώς δυσκολεύει την πρόωρη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Ταυτόχρονα δημιουργεί τους όρους για τετραετείς πολιτικούς κύκλους πέρα και έξω από τακτικισμούς και σχεδιασμούς εξωθεσμικών πολιτικών κέντρων».
Ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι αυτό το μέτρο ισχυροποιεί την εκάστοτε κυβέρνηση και πρόσθεσε πως είναι γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορεί να νοηθεί και να λειτουργήσει παρά μόνο σε συνδυασμό με την υποχρέωση για εφαρμογή ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος, ενός εσωτερικού, δηλαδή, στον κοινοβουλευτισμό εξισορροπητικού μηχανισμού.
«Στο ίδιο πλαίσιο της ανάγκης για σταθερότητα της κυβέρνησης αλλά και σεβασμού της λαϊκης βούλησης σε συνθήκες διάχυσης των πολιτικών εξουσιών, εντάσσεται και η πρόταση που αποτρέπει τη διάλυση του Κοινοβουλίου με αφορμή την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία από το Κοινοβούλιο», ανέφερε επίσης ο Αλέξης Τσίπρας.
Ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι εδώ έχουν κατατεθεί προβληματισμοί για τον τρόπο εκλογής του ΠτΔ, εφόσον δεν επιτευχθούν οι αυξημένες πλειοψηφίες των 200 και των 180 βουλευτών. Σχολίασε ότι μία λύση είναι η διενέργεια μίας τελευταίας ψηφοφορίας που θα απαιτεί απλώς 151 βουλευτές, ενώ μία άλλη η απευθείας εκλογή από τον λαό με αναμέτρηση μεταξύ των δύο πρώτων υποψηφίων στην τελευταία άγονη ψηφοφορία της Βουλής.
Όπως είπε, υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα και για τις δύο προτάσεις και «σήμερα, μετά από διάλογο, η Κοινοβουλευτική Ομάδα μας θα πρέπει να καταλήξει στην τελική μας απόφαση».
«Εντός της λογικής που έχω ήδη περιγράψει εντάσσεται και η πρόταση για την υποχρέωση ο πρωθυπουργός να είναι απαραιτήτως αιρετός από τον ελληνικό λαό, δηλαδή βουλευτής», ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως σημείωσε, αυτή είναι μία πρόταση που λαμβάνει υπόψη της την πολιτική εμπειρία που αντλήσαμε από την κρίση, ώστε να μην επαναληφθούν έκτακτες πολιτικές καταστάσεις με διορισμούς πρωθυπουργών που δεν έχουν περάσει από τη βάσανο της λαϊκής ψήφου. «Οι πρωθυπουργοί πρέπει να εκλέγονται από τον λαό και να λογοδοτούν στον λαό και μόνον σε αυτόν», τόνισε.
Άλλο ένα μέτρο που αφορά την αρχιτεκτονική των θεσμών, συνέχισε, είναι όμως και η υποχρέωση νέες ανεξάρτητες Αρχές να ιδρύονται μόνο με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. «Διότι ο αστόχαστος πολλαπλασιασμός τους έχει οδηγήσει σήμερα σε θεσμικούς λαβυρίνθους» επισήμανε ο κ. Τσίπρας.
«Επιμένουμε στην κατοχύρωση του δικαιώματος για διενέργεια δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, είτε για κρίσιμο εθνικό θέμα είτε για ψηφισμένο νομοσχέδιο», ανέφερε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στη συνεδρίαση της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ. «Για αυτό θεσμοθετούμε, για πρώτη φορά, τη λεγόμενη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία» πρόσθεσε. Μέτρα, δηλαδή, που φέρνουν τον λαό αλλά και την πολιτική, τον διάλογο, τη διαφωνία, την αντιπαράθεση πολιτικών σχεδίων στο προσκήνιο. «Διότι έτσι συγκροτούνται οι ισχυρές δημοκρατίες. Όταν εμπιστεύονται και όχι όταν φοβούνται τη λαϊκή κρίση» σημείωσε.
«Ο λαός αποτελεί για μας το κύριο, το βασικό, το ισχυρότερο θεσμικό αντίβαρο», τόνισε ο κ. Τσίπρας, για να συμπληρώσει: «Και σε αυτό βρισκόμαστε απέναντι σε όσους κάνουν λόγο για την αδαή πλειοψηφία που μετατρέπεται, βέβαια, σε σοφή πλειοψηφία υπό μια και μόνη προϋπόθεση: Να ψηφίζει τους νόμιμους και αιώνιους ιδιοκτήτες της χώρας κάθε τέσσερα χρόνια».
«Όταν το κάνει αυτό είναι σοφός, όταν δε το κάνει είναι αδαής», παρατήρησε. Σχολίασε όσους επικαλούμενοι αποφάσεις δημοψηφισμάτων που έχουν επιφέρει συνέπειες, όπως για παράδειγμα το βρετανικό δημοψήφισμα, λένε ότι τα δημοψηφίσματα είναι λάθος γιατί ο λαός παρασύρεται εύκολα και δεν ξέρει και θεωρούν ότι μόνο αυτοί ξέρουν.
«Ακόμη και αν υποθέταμε ότι έχουν δίκιο, θα έπρεπε εντούτοις να τους ζητήσουμε να τολμήσουν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους σε σχέση με το πολίτευμα που υπερασπίζονται: Διότι αυτό δεν είναι η δημοκρατία αλλά η αριστοκρατία» επισήμανε. «Επειδή, όμως, εμείς είμαστε με τη δημοκρατία και όχι με την αριστοκρατία, θα επιμένουμε να την υπερασπιζόμαστε ακόμη και όταν θεωρούμε ότι η πλειοψηφία δεν παίρνει τις αποφάσεις που εμείς επιθυμούμε» υπογράμμισε ο πρωθυπουργός.
«Φυσικά και οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας την ανάγκη προστασίας των αντιπροσώπων του λαού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν μπορούμε όμως να ανεχτούμε και να αποδεχτούμε την θεσμική κατοχύρωση της ασυδοσίας και της ατιμωρησίας», ανέφερε ακόμα ο πρωθυπουργός.
Όπως σημείωσε, «ο περιβόητος νόμος για την ευθύνη των υπουργών και το άρθρο 86 αποτελεί τη θεσμική κατοχύρωση της ασυδοσίας και της ατιμωρησίας». «Έφτασε, λοιπόν, η ώρα -και ας αναλάβουν σε αυτό την ευθύνη τους όλα τα κόμματα- για την τροποποίηση των διατάξεων περί ευθύνης των υπουργών, ώστε να καταργηθεί η σύντομη παραγραφή για τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων των υπουργών» τόνισε. Και να προσδιοριστεί, ταυτόχρονα, πρόσθεσε, «ότι η ειδική δικονομική διαδικασία που προβλέπει αρμοδιότητα της Βουλής δεν αφορά τα αδικήματα που τελούνται απλώς επ’ ευκαιρία αυτών των καθηκόντων. Και με τον τρόπο αυτό να εξισωθεί, επιτέλους, η ποινική μεταχείριση στο μέτρο που πρέπει, με την ποινική μεταχείριση όλων των πολιτών».
Επίσης, ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι «είναι ώρα για την τροποποίηση των διατάξεων για τη βουλευτική ασυλία, ώστε αυτή να καλύπτει επίσης αποκλειστικά τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». «Και άρα», συμπλήρωσε, «να ζητείται από τη Βουλή να κρίνει αν χρειάζεται να δοθεί προστασία και όχι να κρίνει αν χρειάζεται να αρθεί η δεδομένη και πάσης φύσεως προστασία».
Ακόμη, πρότεινε «να αναμετρηθούμε με τη διαδεδομένη αντίληψη των πολιτών ότι η πολιτική είναι επάγγελμα και μάλιστα για ορισμένους επικερδές και όχι προσφορά». «Προτείνουμε να προβλεφθεί, λοιπόν, όριο θητειών για τους βουλευτές, ώστε να μη δημιουργούνται όροι συναλλαγής με το εκλογικό Σώμα» υπογράμμισε ο κ. Τσίπρας.
«Έχει έρθει ο καιρός να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους»
Ένα από τα κεντρικά θέματα που οφείλει να θίξει η συνταγματική αναθεώρηση είναι και το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους, ανέφερε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη συνεδρίαση της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ.
«Νομίζω ότι η Πολιτεία, ο πολιτικός κόσμος, η Εκκλησία, οι πολίτες αλλά και οι πιστοί, έχουν σήμερα την ωριμότητα, τη σωφροσύνη και την ευαισθησία να αποδεχτούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων αυτών», σημείωσε. Ο πρωθυπουργός είπε πως εκτιμά «ότι και εδώ διαμορφώνονται ευρείες συναινέσεις ώστε να περάσουμε σε μια νέα εποχή στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας», διότι, όπως συμπλήρωσε, ούτε η Εκκλησία ούτε η Πολιτεία θέλουν τον εναγκαλισμό τους εντός ενός θεσμικού πλαισίου που δημιουργεί σύγχυση για τα όρια και τους ρόλους τους.
«Έχει έρθει, λοιπόν, ο καιρός ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους με ό,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά», τόνισε ο κ. Τσίπρας, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι αυτή η ρητή κατοχύρωση «θα βρει σύμφωνη και την Εκκλησία που και εκείνη θέλει, καθώς λέει, ένα σαφές περίγραμμα των σχέσεων της με το Κράτος. Και αυτό θα είναι ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό και τη φιλελευθεροποίηση του Συντάγματος. Επισήμανε πως πρόκειται για σημαντικό βήμα για τον αναγκαίο διαχωρισμό των ρόλων ανάμεσα στο Κράτος και την Εκκλησία, που δεν είναι ένα αποκλειστικά συνταγματικό θέμα, αλλά αφορά ένα δαιδαλώδες νομοθετικό και κανονιστικό πλέγμα, το οποίο δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. «Αντίθετα, προϋποθέτει διάλογο με σεβασμό και ειλικρίνεια. Προϋποθέτει καλή θέληση και μακρόχρονη κοινή εργασία», συμπλήρωσε.
Ο πρωθυπουργός διαβεβαίωσε -και από αυτό το βήμα- την ηγεσία της Εκκλησίας: «Εμείς προσερχόμαστε σε αυτόν τον διάλογο με ακριβώς αυτό το πνεύμα». «Το ίδιο, εξάλλου, με έχει διαβεβαιώσει και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, με τον οποίο μας συνδέει αμοιβαία εκτίμηση και ο διάλογός μας έχει νομίζω εδώ και τρία χρόνια ωριμάσει αρκετά, ώστε να γνωρίζουμε πια τι είναι αναγκαίο και τι είναι αμοιβαία επωφελές, τόσο για την Εκκλησία όσο και για την Πολιτεία» υπογράμμισε.