Όπως ανέφερε ο κ. Φέσσας, «οι καλές ελληνικές επιχειρήσεις αμείβουν πολλαπλάσια του ποσού. Οι αμοιβές των 400 ευρώ, τελικά, δεν παρέχονται από τις επιχειρήσεις μέλη του ΣΕΒ, αλλά από περιθωριακές, μικρής κλίμακας επιχειρήσεις που δεν έχουν ανταγωνιστικότητα και αναγκάζονται να ζουν στην ημιπαρανομία, χωρίς ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς τίποτε».
Ωστόσο, όπως αναμεταδίδει το ΑΠΕ, αντιτάχθηκε στους σχεδιασμούς για αύξηση των κατώτατων αποδοχών μέσω των συλλογικών συμβάσεων που επανέρχονται σε ισχύ. «Ο ΣΕΒ θεωρεί ότι αυτές οι συλλογικές συμβάσεις με σωματεία “μαϊμούδες” και σφραγίδες είναι παράλογες. Ο ΣΕΒ θεωρεί ότι η επιχείρηση η ίδια μπορεί να διαπραγματευτεί με τους εργαζόμενους και να έχει μία σύμβαση που και να εξασφαλίζει καλά εισοδήματα στον εργαζόμενο και την επιχείρηση να είναι παραγωγική και ανταγωνιστική σε εξαγώγιμα προϊόντα» σημείωσε.
Μάλιστα, ο πρόεδρος του ΣΕΒ υποστήριξε ότι «αυτό που προωθεί η κυβέρνηση, με συλλογικές συμβάσεις που δεν έχουν νόημα γιατί δεν λαμβάνουν υπόψη τους την παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά τίθενται κάποιοι μισθοί και κάποιες αμοιβές από τη μεριά σωματείων που δεν υφίστανται στην πράξη, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε, είναι τελείως εναντίον αυτών των πραγμάτων. Όπως, επίσης, να μπορεί ο υπουργός να καθορίζει μισθούς οριζόντια και να φέρει τη χώρα σε έναν μη ανταγωνιστικό ορισμό των αμοιβών, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του 2000 και φτάσαμε στο σημείο που φτάσαμε».
Ο κ. Φέσσας χρησιμοποίησε και σχετική αναφορά του Γερμανού Σοσιαλδημοκράτη Σ. Γκάμπριελ για το ότι στη Γερμανία επί Σρέντερ κάνανε την οικονομία ανταγωνιστική μειώνοντας τις ονομαστικές αμοιβές των εργαζόμενων, όταν στην Ελλάδα, χωρίς να ληφθεί υπόψη κανένα θέμα ανταγωνιστικότητας, έγινε αύξηση μεταξύ 2000 και 2007 κατά 40%. Επικαλέστηκε, δε, τη ρήση του κ. Γκάμπριελ ότι «αυτή τη στιγμή, ο Γερμανός εργαζόμενος έχει δουλειά και καλή αμοιβή και η οικονομία της Γερμανίας θεωρείται παράδειγμα για όλο τον κόσμο».