Τροφές αλλά και ροφήματα που καταναλώνονται από εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες καθημερινά, και που ενδέχεται να προκαλούν ακόμα και καρκίνο, μπαίνουν στο στόχαστρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ενισχύει περαιτέρω τη νομοθεσία για την ασφάλεια τροφίμων.
Η αιτία ανησυχίας είναι η ουσία ακρυλαμίδιο η οποία, μετά από μακροχρόνιες επιστημονικές έρευνες, χαρακτηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως χημική πηγή κινδύνου. Το ακρυλαμίδιο σχηματίζεται σε ορισμένα τρόφιμα όταν αυτά παρασκευάζονται σε θερμοκρασίες συνήθως υψηλότερες από 120 βαθμούς κελσίου και υπό συνθήκες χαμηλής υγρασίας. Σχηματίζεται κυρίως σε πλούσια σε υδατάνθρακες ψημένα ή τηγανισμένα τρόφιμα (πατάτες, τσιπς, δημητριακά, μπισκότα, φρυγανιές, καφές κ.ά).
Παράλληλα προβλέπονται συγκεκριμένες διαδικασίες για τις εταιρείες τροφίμων, καθώς και συστάσεις για τους καταναλωτές που μαγειρεύουν στο σπίτι.
Μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ανδρέας Μανέτας, Αντιπρόεδρος του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων, «ο νέος κανονισμός της ΕΕ προκειμένου να διασφαλίσει την ασφάλεια των τροφίμων και να περιορίσει την παρουσία του ακρυλαμιδίου στα τρόφιμα, τουλάχιστον σε εκείνα στα οποία οι πρώτες ύλες περιέχουν σε μεγάλο ποσοστό τις πρόδρομες ουσίες του, θεσπίζει στην ουσία κάποια επίπεδα αναφοράς για διάφορες κατηγορίες τροφίμων που θεωρείται ότι μπορεί να συμβάλλουν στην πρόσληψη ακρυλαμιδίου από τους καταναλωτές».
Επίσης, σύμφωνα με τον κ. Μανέτα, «ο νέος κανονισμός καθορίζει μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου με στόχο να επιτευχθούν επίπεδα ακρυλαμιδίου που είναι χαμηλότερα από τα όρια αναφοράς».
Μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τον κ. Μανέτα, δεν υπήρχαν υποχρεωτικά μέτρα που προορίζονταν για εφαρμογή στις επιχειρήσεις τροφίμων με στόχο τη μείωση των επιπέδων του ακρυλαμιδίου και κατ’ επέκταση της άμβλυνσης του κινδύνου πρόσληψης και για τον λόγο αυτό κατέστη αναγκαίο να θεσπιστεί ένας κανονισμός για την υποχρέωση τήρησης των επιπέδων αναφοράς.
Πλέον με βάση τον νέο κανονισμό της ΕΕ, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μανέτας, οι επιχειρήσεις που παράγουν τρόφιμα στα οποία η πρόσληψη του ακρυλαμιδίου μπορεί να είναι σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με άλλα και παράλληλα υφίστανται υψηλές θερμοκρασίες ως προς τη μεταποίησή τους, υποχρεούνται να καταρτίζουν προγράμματα δειγματοληψίας για την ανάλυση του επιπέδου ακρυλαμιδίου στα τρόφιμα. Έτσι, όταν οι αρμόδιες Αρχές προβούν σε έλεγχο στις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τα δικά τους προγράμματα που εφαρμόζουν στο πλαίσιο επίσημων ελέγχων, θα μπορούν να παρακολουθούν την πορεία των επιπέδων ακρυλαμιδίου στα τρόφιμα που παράγουν οι επιχειρήσεις αυτές ως προς τα επίπεδα αναφοράς που καθορίζει ο κανονισμός της ΕΕ.
Όπως αναφέρει ο κ. Μανέτας, ο ΕΦΕΤ, στο πλαίσιο του πολυετούς ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου ελέγχων που πραγματοποιεί, σε συνεργασία με το γενικό χημείο του κράτους και στο πλαίσιο παρακολούθησης των παραγόντων κινδύνου, πραγματοποιεί ελέγχους σε τρόφιμα που η περιεκτικότητα σε ζάχαρα και σε υδρατάνθρακες είναι υψηλή όπως πατάτες, τσιπς, δημητριακά, καφές, μπάρες δημητριακών, μπισκότα, κράκερ, παξιμάδια κ.ά. Σε αυτά γίνονται δειγματοληψίες για να προσδιοριστούν και τα επίπεδα ακρυλαμιδίου.
«Πλέον, βάσει της νέας νομοθεσίας μπαίνουν στο παιχνίδι και οι επιχειρήσεις παραγωγής προϊόντων που υφίσταται υψηλή θερμική επεξεργασία ώστε να τηρούν και αυτές το πρόγραμμα του προσδιορισμού του Ακρυλαμιδίου. Ο ΕΦΕΤ, στο πλαίσιο των ελέγχων που πραγματοποιεί, θα διερευνά την τήρηση των επιπέδων αναφοράς από τις επιχειρήσεις οι οποίες επιβάλλεται να βρίσκουν τρόπους μείωσης άμβλυνσης του κινδύνου» αναφέρει ο κ. Μανέτας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Το ακρυλαμίδιο στα τρόφιμα
Σε έρευνα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης σε συνεργασία με το Σουηδικό Φορέα Ελέγχου Τροφίμων μετρήθηκαν πολύ υψηλές ποσότητες ακρυλαμιδίου (250-3900 μg ανά kg τροφίμου) σε δείγματα τροφίμων πλουσίων σε υδατάνθρακες, τα οποία και θεωρούνται ευρείας κατανάλωσης (π. χ. τηγανητές πατάτες, τσιπς, ψωμί, φρυγανιές) και είχαν υποστεί υψηλή θερμική επεξεργασία (τηγάνισμα ή ψήσιμο σε υψηλή θερμοκρασία για μεγάλο χρονικό διάστημα) (Tareke et al. 2002).
Οι ποσότητες αυτές είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από το ανώτατο ημερήσιο ανεκτό όριο το οποίο δύναται να προσλάβει ο άνθρωπος (κατά μέσο όρο οι ποσότητες αυτές είναι της τάξης των 15-50 μικρογραμμαρίων (μg=10-6 g) την ημέρα αναλόγως με το σωματικό βάρος του κάθε ανθρώπου).
Αντίθετα, μπισκότα, γλυκά και άλλα βραστά τρόφιμα εμφάνιζαν χαμηλές συγκεντρώσεις ακρυλαμιδίου ( 30 μg/kg).
Διάφοροι Ευρωπαϊκοί Φορείς Ελέγχου Τροφίμων (π. χ. Φινλανδικός, Ολλανδικός, Βρετανικός κλπ) έδωσαν αντίστοιχα αποτελέσματα με αυτά του Σουηδικού αναφορικά με τις τηγανητές πατάτες και τσιπς, αναφέροντας όμως ελαφρώς χαμηλότερες τιμές για το ψωμί (30-60 μg/kg) και τα διάφορα δημητριακά που χρησιμοποιούνται ως πρωινό (30-180 μg/kg).
Παρόλα τούτα, και λόγω του Ευρωπαϊκού τύπου Διαιτολογίου και της αυξημένης κατανάλωσης του σε ημερήσια βάση, θεωρείται ότι το πιο σοβαρό πρόβλημα αναφορικά με την παρουσία ακρυλαμιδίου έγκειται σε αυτό το προϊόν (ψωμί) (SANCO/2002/999/2; SANCO/2002/03216/00/00).
Τοξικές επιπτώσεις του ακρυλαμιδίου στον οργανισμό
Το ακρυλαμίδιο, λόγω της χημικής του δομής, εμφανίζει δραστικότητα έναντι διαφόρων βιολογικών μορίων με απόρροια πρόκληση μεταλλάξεων στους οργανισμούς. Επίσης, ενώ το μόριο αυτό πιθανότατα δεν αντιδρά με το DNA, το μεταβολιζόμενο στον οργανισμό παράγωγο του, γλυσιδαμίδιο, όντας πολύ περισσότερο δραστικό, αντιδρά, με προφανείς αρνητικές επιδράσεις για τον οργανισμό.
Πέρα των μεταλλαξιογόνων χαρακτηριστικών του, το ακρυλαμίδιο έχει αποδεδειγμένες καρκινογόνους ιδιότητες σε πειραματόζωα, αφού έχει δειχθεί ότι προάγει τη δημιουργία αδενωμάτων και αδενωκαρκινωμάτων στο θυρεοειδή καθώς και στα γεννητικά όργανα αρσενικών και θηλυκών ποντικιών.
Σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο, το ακρυλαμίδιο θεωρείται πιθανός (probable) καρκινογόνος παράγοντας (έγγραφο SANCO/2002/999/1) και κατηγοριοποιείται στο Group 2A της IARC (International Agency for Research on Cancer), με το δεδομένο ότι ακόμη υπάρχουν ανεπαρκή δεδομένα για να καταταγεί η ουσία αυτή στο Group 1 (παράγοντας καρκινογόνος για τον άνθρωπο) αλλά αρκετά δεδομένα που δεικνύουν καρκινογένεση στα ζώα, ούτως ώστε να καταταγεί σε κατηγορία ανώτερη του Group 2Β (δυνατός – possible καρκινογόνος παράγοντας για τον άνθρωπο).
Τέλος πρόσληψη μεγάλων ποσών ακρυλαμιδίου, έχει άμεσα νευροτοξικά και ορμονολογικά αποτελέσματα, τα οποία είναι καλύτερα τεκμηριωμένα από τις μελέτες αναφορικά με την καρκινογένεση (FAO/WHO 2002, Final report. Acrylamide in food; EFSA 2003, White paper on acrylamide).