Ένα μήνυμα στο Facebook κάνει το γύρο της γειτονικής Ιταλίας και πραγματικά συγκλονίζει, με την καταγραφή της πραγματικότητας που ζουν οι κάτοικοι της «κόκκινης» ζώνης του Βορά, στην εποχή της πανδημίας του κορονοϊού…
Το συγκλονιστικό γράμμα από τη κόκκινη ζώνη του κορονοϊού, έχει ημερομηνία 10 Μαρτίου, πριν κηρυχθεί όλη η Ιταλία σε κατάσταση κόκκινου συναγερμού και πριν κηρύξει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τον κορονοϊό σαν παγκόσμια πανδημία…
Ένα μήνυμα όπως και η «έκρηξη» μιας Ιταλίδας με ανοσολογική ανεπάρκεια, που πρέπει να διαβάσουν όλοι και να πάρουν αποφάσεις τώρα. Πριν να είναι αργά. Πριν κάνουμε το λάθος που έκαναν οι Ιταλοί. Που υποβάθμισαν τον κίνδυνο. Που δεν πήραν άμεσα μέτρα.
Μετάφραση από τα Ιταλικά: arthro.gr
Αναλυτικά το συγκλονιστικό γράμμα από τη κόκκινη ζώνη του κορονοϊού:
Αλτζάνο Λομπάρντο
Στις επτά το απόγευμα, κανείς δεν κυκλοφορεί πουθενά. Μόνο οι υπάλληλοι των γραφείων τελετών, κρατώντας την κόλλα, τον κουβά τους και τα ρολά και κολλώντας στους τοίχους τα κηδειόχαρτα με τους τελευταίους νεκρούς.
Πίσω από τα κλειστά παντζούρια, δεν ακούς τον παραμικρό θόρυβο. Το μόνο που ακούς είναι ο βήχας.
Και μετά τα ασθενοφόρα. Ακούγονται μόνο οι σειρήνες των ασθενοφόρων, η μία μετά την άλλη.
Όλη τη νύχτα.
Το Αλτζάνο Λομπάρντο έχει 14 χιλιάδες κάτοικους και βρίσκεται στο επίκεντρο της κόκκινης περιοχής, η πιο κόκκινη περιοχή της κόκκινης ζώνης επιφυλακής στη οποία η Ιταλία, από τις 8 Μαρτίου επιχειρεί να σταματήσει την εξάπλωση του κορονοϊού.
Όσο γράφω, το νούμερο των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων στην πόλη μας έχει ανέβει στους 7.375 και οι νεκροί είναι 366.
Αλλά εδώ, κανείς δεν διαβάζει αυτά τα νούμερα πλέον από τις 31 Ιανουαρίου, από τη μέρα που δύο Κινέζοι τουρίστες νοσηλεύονταν στη Ρώμη, την έκτακτη είδηση που μεταδιδόταν σε όλη την Ιταλία: Πλέον δεν πραγματοποιούνται εξετάσεις. Όταν αρχίζεις να έχεις πυρετό, η συνταγή είναι απλά να μείνεις σπίτι. Όσο το δυνατόν περισσότερο.
Για να θεραπευτείς μόνος σου, αρκεί να αναπνέεις αυτόνομα. Με σιρόπι και παρακεταμόλη. Και να ελπίζεις πως αυτό αρκεί. Γιατί στο νοσοκομείο είναι και οι γιατροί άρρωστοι.
Η πόλη μας βρίσκεται στην επαρχία του Μπέργκαμο. Μία ώρα από το Μιλάνο, θεωρητικά. Αλλά στην πραγματικότητα, ζούμε πλέον σε άλλη ζώνη ώρας εδώ. Είμαστε δύο εβδομάδες μπροστά: είμαστε σήμερα εκεί που σύντομα θα έρθει και ένα μεγάλο μέρος της Ιταλίας, και της Ευρώπης, του κόσμου ολόκληρου!
Η πρώτη γραμμή του «πολέμου» είναι το φαρμακείο δίπλα από το νοσοκομείο, όπου ο Αντρέα Ράτσιτι, παρά τα είκοσι χρόνια που έχει συνδράμει στον Ερυθρό Σταυρό και με αποστολές στην Αφρική, ίσα που ακούγεται η φωνή του. Αφού δεν υπάρχει κανείς άλλος για να συναναστραφείς, έρχονται όλοι εδώ. Μπερδεμένοι και φοβισμένοι.
«Πολλοί, είναι αυτοί που ακόμα, ελαχιστοποιούν το μέγεθος της κατάστασης. Το πρόβλημα όμως με έναν ιό δεν είναι μόνο το πόσο «δυνατός» είναι, αλλά και το πόσο είναι ικανός να εξαπλωθεί. Και πόσο γρήγορα. Γιατί αν καταλήξουμε όλοι στις ΜΕΘ, όλοι μαζί, δεν φτάνουν τα κρεβάτια», λέει.
«Εκτός από ιατρικό, η επιδημία είναι και θέμα μαθηματικών», λέει, καθώς κάθε δύο, τρία λεπτά μπαίνει ένας νέος πελάτης. Για την ακρίβεια, Ασθενής. Με τα ίδια, πανομοιότυπα συμπτώματα με το προηγούμενο. Βήχας, κρυολόγημα. Πυρετός.
Μια ξανθιά κυρία ήρθε για τη μητέρα της, 91 ετών. Έχει σπινθηροβόλο βλέμμα, ενώ επαναλαμβάνει και επαναλαμβάνει ότι «ήταν μια χαρά». «Μέχρι το προηγούμενο βράδυ ήταν μια χαρά», ότι δεν είχε τίποτα άλλο.
Γιατί αυτό που διαβάζουμε όλοι, σε αυτό τον καταιγισμό πληροφοριών, από τον οποίο περισσότερο ζαλιζόμαστε παρά ενημερωνόμαστε, είναι ότι μόνο το 2 % των νεκρών δεν είχε άλλες παθολογίες, οπότε επαναλαμβάνει ότι «ήταν μια χαρά», μέχρι χθες, ήταν μια χαρά: και όλοι προσποιούμαστε ότι πραγματικά θα μπορούσε να πρόκειται απλά για μια εποχική γρίπη.
Η κυρία ζητάει οδηγίες για τη μητέρα της, και ο φαρμακοποιός, με όσο το δυνατόν περισσότερη λεπτότητα απαντά, μα πάνω απ’ όλα, ρωτάει: ρωτάει πόσοι ζουν μαζί με την ηλικιωμένη άρρωστη, στο σπίτι. Και για τον χώρο του σπιτιού. Πόση απόσταση κρατάει ο ένας από τον άλλον.
Κατά μέσο όρο, οι νεκροί στην πόλη ήταν 81 ετών: σε εκείνη την ηλικία, ο κορονοϊός είναι θανατηφόρος. Σε αυτή την ηλικία, οι πληροφορίες δεν είναι τόσο για σένα, αλλά για τους γύρω σου.
Μέχρι στιγμής, για τον κορονοϊό έχουμε κατανοήσει μόνο ένα πράγμα: ότι το ποσοστό θνησιμότητας ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με την ηλικία. Από τα εβδομήντα χρόνια και πάνω, περισσότερο από κρυολόγημα πολύ πιο συχνά πεθαίνουν από πνευμονία.
«Και αυτό συμβάλλει στην υποτίμηση της κατάστασης. Γιατί λέμε συνέχεια: Αλλά στην πραγματικότητα πέθαναν από κάτι άλλο. Δεν είναι αλήθεια αυτό», λέει ο φαρμακοποιός. «Τι είδους σκεπτικό είναι αυτό; Χωρίς τον κορονοϊό, θα ζούσαν έξι μήνες παραπάνω. Άλλο ένα χρόνο. Αυτοί όμως πέθαναν τώρα. Και πέθαναν γιατί πέθαναν από τον κορονοϊό».
Ενώ μιλούσαν, δύο άντρες φορώντας λευκές φόρμες όπως αυτές που βλέπαμε στις τηλεοράσεις να φοράνε οι γιατροί που έρχονταν αντιμέτωποι με τον θανατηφόρο ιό Έμπολα στην Αφρική, βρίσκονται απέναντί μας. Φορτώνουν ένα φέρετρο σε ένα φορτηγάκι. Κατευθύνονται κατευθείαν στο νεκροταφείο. Οι κηδείες απαγορεύονται.
Οι νεκροί εδώ καίγονται. Όπως γινόταν στον πόλεμο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, λέει ο φαρμακοποιός. Ο μόνος τρόπος είναι να μείνουν όλοι στο σπίτι για 20 μέρες. Και έτσι να μειώσουμε τον αριθμό των προσβεβλημένων με τον ιό, την ώρα που οι βιολόγοι αναζητούν το σωτήριο εμβόλιο. Και την ώρα που ο οργανισμός μας ψάχνει, τα κατάλληλα αντισώματα.
Γιατί είναι μόνο όταν βρίσκεσαι και ζεις εδώ, σε αυτή τη μικρή πόλη όπου ο επίσημος αριθμός των άρρωστων είναι 35 και αντ’ αυτού, όλοι είναι άρρωστοι, μόνο όταν αναγκάζεσαι να προστατέψεις τον εαυτό σου καταλαβαίνεις πόσο περίπλοκο είναι σε αυτό το σημείο.
Απολυμαίνουμε τα χέρια σας, σίγουρα. Τι γίνεται με το απολυμαντικό καπάκι που ακουμπάμε; Ανοίγουμε τις πόρτες χωρίς να ακουμπήσουμε τα πόμολα. Με τον αγκώνα. Και το σακάκι σου;
Πόσο μπορεί να επιβιώσει ο κορονοϊός στις επιφάνειες; Μια ώρα; Μια μέρα; Παραδίδουν τα ψώνια σου στο σπίτι. Και μετά τι; Θα σαπουνίσεις τα μπισκότα, τα μακαρόνια, το κάθε πακέτο ξεχωριστά και θα το τρίβεις για εξήντα δευτερόλεπτα;
Κι όμως, ακόμη και εδώ και αυτή τη στιγμή, είναι σαν να μην ζεις στην Ιταλία, δεν είναι μια αλλά δύο χώρες. Στο μπαρ Μινιόν, στην πλατεία, κάθεσαι αυστηρά στο ένα μέτρο ο ένας από το άλλο, φορώντας τη μάσκα, και ποτέ δεν συνοστιζόμαστε πάρα πολλοί και καθόμαστε μόνο στα τραπέζια, όχι στον πάγκο.
Τα τραπέζια απολυμαίνονται σε κάθε νέο πελάτη. Ενώ η κυβέρνηση προσπαθούσε, να βάλει μέτρα για την κόκκινη ζώνη, εδώ αποφασίσαμε και πήραμε μέτρα που τα επιβάλαμε από μόνοι μας. Σεβόμενοι κάθε κανόνα κυριολεκτικά.
«Γιατί όσο πιο γρήγορα αρχίσουμε, και τόσο πιο γρήγορα θα τελειώσουμε», λέει ο Φρεντ, ο ιδιοκτήτης. Ο οποίος είναι άτομο υψηλού κινδύνου, αφού έχει πάθει λευχαιμία, αλλά στέκεται εδώ, όπως πάντα, όρθιος και το πολεμάει: χωρίς φόβο.
«Επειδή με τις σωστές ενέργειες, με τη σωστή προσοχή, θα είμαστε εμείς πιο δυνατοί από αυτόν τον κορονοϊό», λέει. «Το πρόβλημα είναι ότι κάποιοι, για να αποδείξουν ότι είναι δυνατοί, αποδεικνύουν μόνο ότι είναι πιο χαζοί».
Αναφέρεται στην άλλη Ιταλία, το άλλο Αλτζάνο: αυτή που μόλις λίγα μέτρα από εδώ, προκαλεί τον ιό. Κατά μήκος του ποταμού, πολλοί συνομιλούν σαν να μην συμβαίνει τίποτα, και αν προσπαθήσεις να τους βγάλεις φωτογραφία, αμέσως σου λένε να φύγεις.
Γιατί ο πραγματικός φορέας είσαι εσύ, φορέας πανικού και ψευδών ειδήσεων που βουλιάζουν την οικονομία της χώρας μας- και ποιος ξέρει ποιος είναι αυτός που σε πληρώνει πραγματικά: αν είναι μια εφημερίδα ή αν σε πληρώνει η βιομηχανία των φαρμάκων και των εμβολίων.
«Έλα, έρχεσαι από τη Γάζα»; Με κοροϊδεύουν. «Δεν φοβάσαι, έτσι; Έλα, θα σε κεράσω ένα ποτήρι» μου λένε. Και κάνουν πως μου δίνουν το ποτήρι τους.
«Έλα και είσαι νέος. Δεν σε πιάνει».
Πρόκειται για περίπου το 20 % των κατοίκων. Αλλά έξω από εδώ, είναι η μεγαλύτερη Ιταλία: η Ιταλία που υποστηρίζει πως όλο αυτό είναι απλά μια γρίπη. Κι αν πεθάνεις, πεθαίνεις από κάτι άλλο.
Τα κορίτσια του Γυμνασίου της Βενετίας οργάνωσαν απεριτίφ κατά της ψύχωσης του κορονοϊού. Δεκαέξι χρονών παιδιά που γενικά μιλάνε μέσω των κινητών και του WhatsApp: και τώρα, αντ’ αυτού, καλούν τους πάντες έξω, όλοι μαζί.
Το βράδυ της 7ης Μαρτίου, μόλις έγινε γνωστή η είδηση πως η κυβέρνηση θα επιβάλει την κόκκινη ζώνη, που περιλαμβάνει τη Λομβαρδία και άλλες 14 επαρχίες και 16 εκατομμύρια Ιταλούς από τις 60, σημειώθηκε μαζικη φυγή, κανονική επίθεση, όλοι έτρεξαν να φύγουν με τα τρένα για το νότο.
Αν και κάποιοι, από το Μιλάνο, ήρθαν εδώ: τουρίστες του κορονοϊού. Οι πρώτοι που συνάντησα βρίσκονταν μπροστά σε ένα γκράφιτι με την Παναγία και το Χριστό μωρό στην αγκαλιά της. «Προσευχήσου και θα σε σώσει», της είπαν, βγάζοντας την φωτογραφία με γάντια και μάσκα.
«Θα έλεγα ότι αυτή είναι η προτεραιότητα τώρα. Να πείσουμε τους σκεπτικιστές», λέει ο Καμίλλο Μπερτόκι, ο δήμαρχος όταν ο αρχηγός των καραμπινιέρων του μιλάει σε ανοιχτή ακρόαση, και παρεμπιπτόντως, κρατώντας το ακουστικό ένα μέτρο μακριά: γιατί εδώ τώρα έχουν μολυνθεί ακόμα και τα τηλέφωνα.
Σημασία δεν έχει πόσοι είναι, λίγοι ή πολλοί: υπάρχουν ακόμα πάρα πολλοί. Ή θα σταματήσουμε όσους πρόκειται να νοσήσουν, ή τελειώνουν όλα», λέει.
Κάθε βράδυ, ενημερώνει τους συμπολίτες μας μέσω Facebook. Αν και από τη Ρώμη, σπάνια καλούν. Επειδή η αβεβαιότητα δεν αφορά μόνο τον ιό, και τη θεραπεία: αλλά και τις αποφάσεις.
Το μόνο ξεκάθαρο με το κυβερνητικό διάταγμα είναι οι κυρώσεις για όσους παραβιάζουν την κόκκινη ζώνη. Τρεις μήνες φυλακή, ή 206 ευρώ πρόστιμο. Όσο το πρόστιμο για υπερβολική ταχύτητα…
Αλλά εκτός από αυτό, μπορείς να μπεις και να βγεις από την πόλη και από το σπίτι μόνο με αυτο-πιστοποίηση των άμεσων αναγκών σου. Η γενική αίσθηση είναι ότι οι κανόνες ερμηνεύονται λιγότερο ή περισσότερο περιοριστικοί ανάλογα την περίσταση και ως εκ τούτου, πολλά ανατίθενται στις τοπικές αρχές. Ή απευθείας στον στρατό στα σημεία ελέγχου.
«Αλλά πλέον, σε αυτό το σημείο όποιος ήθελε να φύγει έχει φύγει ήδη», σχολίασε πικρά. «Νομίζουν ότι ο κορονοϊός χτυπάει μόνο τους 90χρονους που βρίσκονται ήδη με το ένα πόδι στον τάφο. Όταν όμως δουν όλους τους ηλικιωμένους να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο, θα συνειδητοποιήσουν πόσο θεμελιώδεις ήταν. Βρίσκονταν εκεί από πάντα, έτσι; Πολλοί τους έχουν σαν δεδομένους. Και αντ’ αυτού, επειδή είναι μαζί μας από πάντα είναι και το σημείο αναφοράς μας».
«Είναι δραματικό», λέει. Και δεν έχει να κάνει με τον ιό, αλλά τον κυνισμό. «Η αλήθεια είναι ότι δεν εξετάζονταν αν μια κόκκινη ζώνη θα σταματούσε τον κορονοϊό, αλλά αν θα σταματούσε την οικονομία. Και το αποτέλεσμα είναι να αρρωστήσουμε όλοι», λέει η Μόνικα Μάγκρι η ανθοπώλης.
«Το αποτέλεσμα είναι ότι τώρα το μεσημέρι κλείνω. Αντί όμως να κλείσω για 20 μέρες, κλείνω μέχρι την ημερομηνία που θα καθοριστεί».
Και η επιχειρηματική βοήθεια, προς το παρόν, είναι απλά υποσχέσεις. Κλείνει, και πρέπει να ζήσει με μηδενικό εισόδημα. Από τη Λομβαρδία προέρχεται το 25% του ΑΕΠ της Ιταλίας. Και από όλη την κόκκινη ζώνη, το 40%.
«Όλη η προσοχή είναι για τους αριθμούς. Τα ποσοστά, τα ποσοστό. Οι τάσεις. Αλλά δεν έχει νόημα», λέει ο Τιτσιάνο Κούρνις, γιατρός που συνεχίζει να κάνει επισκέψεις στα σπίτια ακόμα και τώρα που βάσει νόμου, θα μπορούσε να μιλήσει μόνο στο τηλέφωνο με τους ασθενείς του.
Αλλά για να τους καθησυχάσεις λέει, πριν καν τους θεραπεύσεις, πρέπει να πας εκεί. Και αυτό είναι όλο. Υπάρχει ο νόμος, λέει, ναι: αλλά μετά υπάρχει και η ηθική και τι σημαίνει για εσένα ηθική.
«Οι αριθμοί που κυκλοφορούν, μέχρι τώρα, είναι αριθμοί τυχαίοι, δίνονται τυχαία, δεν είναι επίσημα καταγεγραμμένοι. Γιατί έλα, κοίτα να δεις», λέει.
«Είναι όλοι με πυρετό, αλλά όλοι βρίσκονται κλεισμένοι μέσα στο σπίτι. Έτσι είναι έξω από την στατιστική καταγραφή».
Κοιτάξτε, λέει. Και ακούστε. Ασθενοφόρα. Το ένα μετά το άλλο.
Ασθενοφόρα, ασθενοφόρα…
Διαβάστε περισσότερα στο arthro.gr
