«Το σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης απειλείται από τη ΝΔ με τις πολιτικές που έχει προαναγγείλει για την επιλεκτική επιλογή, κατά προτίμηση των ίδιων των ασφαλισμένων, που τίθεται στη δική τους απολύτως οικιοθελή επιλογή, εάν θα επιλέξουν τη δημόσια ασφάλιση, ή ένα διαφορετικό σύστημα» επισήμανε ο κ. Πετρόπουλος.
Έφερε δε ως παράδειγμα, την περιπέτεια των ασφαλισμένων της Εθνικής Τράπεζας, όταν το 2005 η τότε κυβέρνηση έπαψε να ασφαλίζει στο φορέα που υπήρχε στην Εθνική Τράπεζα τους ασφαλισμένους εκεί και έτσι έμεινε χωρίς ασφαλιστικά κεφάλαια, με συνέπεια από το Δεκέμβρη του 2017, να μην δίνεται σύνταξη στους ανθρώπους αυτούς. «Αυτό θα συμβεί για όλη την Ελλάδα, εάν πάψει να υπάρχει η υποχρεωτική δημόσια επικουρική ασφάλιση, που ισχύει τώρα για όλους τους Έλληνες με την έννοια της υποχρεωτικότητας και της καθολικότητας», τόνισε για να συμπληρώσει:
«Η προαιρετική επιλογή της ασφάλισης δημιουργεί εκ των πραγμάτων μια απειλή για την επιβίωση του συστήματος επικουρικής ασφάλισης. Μετά τη ρήτρα του μηδενικού ελλείμματος του κ. Βρούτση, έρχεται να αποτελειώσει ό,τι υπήρχε στον τομέα αυτό. Και βεβαίως η μείωση κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες χωρίς την κύρια ασφάλιση -όπως προανήγγειλε το 20% να γίνει 15% γενικά και ανεξαιρέτως- δεν έχει καμία σχέση με τη δική μας πολιτική επιλογή να μειώσουμε τις εισφορές σε εκείνες τις κατηγορίες ασφαλισμένων που είχαν μεγάλη επιβάρυνση. Γιατί αυτό είναι ένα γενικό μέτρο, μια γενική μείωση που θα οδηγήσει σε ελάττωση κατά 2 δισ. εκατομμύρια ευρώ τουλάχιστον ετησίως των ασφαλιστικών εισφορών που θα συγκεντρώνονται για τις συντάξεις. Απόρροια αυτής της πολιτικής, αν τυχόν δοθεί αυτή η ευκαιρία στη ΝΔ να την εφαρμόσει, θα είναι αναγκαστικά μια νέα μεγάλη μείωση των συντάξεων και μια πρόσθετη δέσμη μέτρων μνημονίου για να μπορεί να παρακολουθείται η Ελλάδα ως προς τη συνταξιοδοτική της δαπάνη».
Ο κ. Πετρόπουλος τόνισε πως «η χώρα μας έχει μπει σε μία νέα φάση, ο αγώνας της κυβέρνησης έφερε αποτελέσματα, οι επιτηρητές των δυνατοτήτων που έχει η οικονομία μας έχουν δώσει το πράσινο φως, έχουν καμφθεί οι πιο σκληροί βραχίονες του παρελθόντος και παραδέχονται ότι η Ελλάδα μπορεί πραγματικά να βελτιώσει τις παροχές» και συνέχισε: «Στη φάση αυτή του αγώνα υπάρχουν δυνάμεις που στέκονται απέναντι σε αυτή την πολιτική, που ωφελεί τον ελληνικό λαό. Οι αντίπαλοί μας διακηρύσσουν την ανάγκη μη παρέκκλισης από τις δεσμεύσεις που υπήρχαν παλιά. […] Ο ΣΕΒ, η ΝΔ και άλλοι που στηρίζουν αυτήν την πολιτική, σείοντας κινδύνους και άλλα φόβητρα αν τυχόν ακολουθήσουμε μια πολιτική που ενισχύει τα χαμηλότερα στρώματα και τους αδύναμους».
«Κρίσιμο ζήτημα» για τον υφυπουργό είναι ποια πολιτική από τις δύο είναι ωφέλιμη για τη χώρα, την ανάπτυξη και τον ελληνικό λαό. Υπάρχει λόγος, όπως τόνισε, ο ελληνικός λαός να στηρίξει την προσπάθεια της κυβέρνησης, που «έχει αποτελέσματα και θα έχει ακόμη καλύτερες βελτιώσεις στο επόμενο διάστημα».
Ο κ. Πετρόπουλος υπογράμμισε, πως οι επιδοκιμασίες, οι διαπιστώσεις, τα θετικά σχόλια για την πολιτική της κυβέρνησης όλων των αξιωματούχων της ΕΕ -όχι μόνο του Μοσκοβισί, αλλά και προχθές του Γερούν Ντάισελμπλουμ, της Κριστίν Λαγκάρντ και όσων συμμετείχαν στη διαμόρφωση εσφαλμένων όρων και προϋποθέσεων με βάση τις αξιώσεις που έθετε το ΔΝΤ, προκειμένου να υπάρξουν περικοπές στις συντάξεις- επιβεβαιώνουν τις κυβερνητικές προβλέψεις, ότι τελικά, δεν θα χρειαστεί το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να προχωρήσει σε περικοπές συντάξεων.
Αναφερόμενος στη συζήτηση που γίνεται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για τον έλεγχο των προϋπολογισμών, σημείωσε πως η Ελλάδα θέτει για πρώτη φορά τον προϋπολογισμό της ισότιμα σε αυτή τη διαδικασία και εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα υπάρξει ένα θετικό αποτέλεσμα, που στο μέλλον θα καθορίσει και μια στερεή βάση για την ανάπτυξη της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Και προσέθεσε: «Εκείνοι που αντιμάχονται την προσπάθεια που έχει καταβάλει ο ελληνικός λαός για να αρχίσουμε τη νέα εποχή των βελτιώσεων, των παροχών, της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, θα έχουν πάντα πρόβλημα και θα ενοχλούνται από αυτά τα επιτεύγματα. Δεν με εκπλήσσει προσωπικά εμένα αυτό. Η οποιαδήποτε αναφορά γίνεται σε δήθεν πλασματικά πλεονάσματα ότι τελικά αυτό που πετύχαμε δεν είναι πάνω σε πραγματικά στοιχεία».