Ειδικοί προειδοποιούν ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες ενδέχεται να παίζουν ρόλο στην αύξηση των κρουσμάτων νόσου του Πάρκινσον μεταξύ των νέων.

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, η εισπνοή μικροσκοπικών σωματιδίων από την ατμοσφαιρική ρύπανση, όπως τα καυσαέρια των αυτοκινήτων και η καύση ξύλων, μπορεί να εντείνει τον κίνδυνο εμφάνισης της ασθένειας.

Η μακροχρόνια έκθεση σε αυτά τα σωματίδια φαίνεται να προκαλεί φλεγμονώδεις αντιδράσεις στο σώμα, οι οποίες ενδέχεται να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της νόσου που πλήττει περίπου 8,5 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.

Η νόσος του Πάρκινσον θεωρείται η ταχύτερα αναπτυσσόμενη νευρολογική πάθηση παγκοσμίως. Επηρεάζει το 2% των ατόμων άνω των 70 ετών, και οι προβλέψεις δείχνουν ότι τα ποσοστά της θα τριπλασιαστούν μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες.

Νόσος Πάρκισον

Περίπου το 20% των ατόμων με νόσο Πάρκινσον, η οποία προκαλείται από την απώλεια εγκεφαλικών κυττάρων που παράγουν σημαντικές χημικές ουσίες, εκδηλώνουν τα συμπτώματα πριν την ηλικία των 50.

Σύμφωνα με τη Δρ. Anh-Thu Vu, νευρολόγο, η νόσος Πάρκινσον εντοπιζόταν κυρίως σε άτομα άνω των 60 ετών, αλλά παρατηρείται αυξανόμενη συχνότητα σε νεότερους. Μια πρόσφατη αμερικανική μελέτη προτείνει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να συμβάλλει στην αύξηση των κρουσμάτων.

Η μελέτη εστίασε σε 346 ασθενείς με Πάρκινσον από τη Μινεσότα, που διαγνώστηκαν μεταξύ 1991 και 2015. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: εκείνους με ταχύτερη γνωστική επιδείνωση και βραδύτερη κίνηση, και εκείνους με τρέμουλο.

Οι ερευνητές ανέλυσαν τα επίπεδα σωματιδίων PM2,5, μικρότερων από 2,5 μικρόμετρα, και διοξειδίου του αζώτου στην ατμόσφαιρα, συγκρίνοντας τα δεδομένα με την τοποθεσία κατοικίας των συμμετεχόντων σε ακτίνα 1 χιλιομέτρου.

Τα PM2,5, μικροσκοπικά σωματίδια αιθάλης, μπορούν να εισέλθουν στο αίμα και να επηρεάσουν σοβαρά την υγεία των πνευμόνων.

Τα σωματίδια PM2,5, αν και μικροσκοπικά, μπορούν να προέρχονται από καύσιμα όπως είναι τα καύσιμα οχημάτων, η καύση ξύλου και το κάπνισμα.

Παρά το μικρό τους μέγεθος, πιστεύεται ότι αυτά τα σωματίδια μπορούν να διαπεράσουν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, προκαλώντας φλεγμονές, οξειδωτικό στρες και μεταλλάξεις στα μικρογλοιακά κύτταρα. Αυτές οι διαδικασίες φλεγμονής και οξειδωτικού στρες μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της νόσου Πάρκινσον.

Σύμφωνα με την έρευνα

Τα δεδομένα της μελέτης αποκάλυψαν ότι υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, όπως τα σωματίδια PM2.5, συνδέονται στενότερα με τη νόσο Πάρκινσον σε σχέση με χαμηλότερα επίπεδα έκθεσης.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι υπήρχε 36% αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης της ακινητικής δυσκαμπτικής μορφής της νόσου, η οποία οδηγεί σε ταχύτερη επιδείνωση της μνήμης. Επιπλέον, τα υψηλά επίπεδα PM2.5 και διοξειδίου του αζώτου (NO2) συνδέθηκαν με μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης δυσκινησίας, μιας παρενέργειας που προκαλεί ακούσιες ή ανεξέλεγκτες μυϊκές κινήσεις.

Οι συγγραφείς της μελέτης τονίζουν ότι τα ευρήματα υποστηρίζουν την ανάγκη μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ως μέτρο για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης της νόσου Πάρκινσον.

Το 2024, η Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ προχώρησε στη μείωση του ετήσιου ορίου PM2.5 κατά 25% λόγω των αυξανόμενων ενδείξεων για τις αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία.

Οι συγγραφείς της μελέτης επεσήμαναν ότι τα ευρήματα τους ενισχύουν την ανάγκη για περαιτέρω μείωση, προτείνοντας νέο ανώτατο όριο στα 8 μg/m³, όπως είχε προτείνει και η Αμερικανική Πνευμονολογική Εταιρεία και άλλες οργανώσεις υγείας.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά ακόμη αυστηρότερα όρια για τα επίπεδα PM2.5, προτείνοντας ανώτατο όριο τα 5 μg/m³. Οι γιατροί παρατηρούν μια ανησυχητική αύξηση των κρουσμάτων της νόσου Πάρκινσον σε άτομα κάτω των 50 ετών.

Η νόσος εκδηλώνεται με συμπτώματα όπως τρέμουλο στα χέρια, τα πόδια, το σαγόνι και το πρόσωπο, ακαμψία των άκρων και του κορμού, επιβράδυνση στις κινήσεις και διαταραχές στην ισορροπία και τον συντονισμό. Επιπλέον, οι πάσχοντες μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα όπως κατάθλιψη, αϋπνία και γνωστικές δυσκολίες.

Σε σπάνιες περιπτώσεις, μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα παρόμοια με αυτά της νόσου Πάρκινσον σε παιδιά και εφήβους, γνωστά ως νεανικός παρκινσονισμός, ο οποίος συχνά συνδέεται με γενετικές μεταλλάξεις, σύμφωνα με το Ίδρυμα Πάρκινσον.