«Ο κορωνοϊός είναι μια επικίνδυνη αρρώστια και δεν μπορεί κάποιος να την πάρει αψήφιστα. Είναι θανατηφόρα», ανέφερε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της Βουλής στην προ ημερησίας διάταξης συζήτηση για τις συνέπειες της πανδημίας του νέου κορωνοϊού.
«Η ελληνική πολιτεία απευθύνθηκε με ειλικρίνεια στους Έλληνες πολίτες. Οικοδομήθηκε μια νέα σχέση εμπιστοσύνης, ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη. Η Ελλάδα έγινε διεθνές παράδειγμα για την άμυνά της απέναντι στο πρώτο κύμα αυτής της υγειονομικής κρίσης», σημείωσε ο πρωθυπουργός στην έναρξη της ομιλίας του και επισήμανε ότι «η απειλή απλώνεται ξανά σε ολόκληρο τον κόσμο, η μάχη συνεχίζεται και στον τόπο μας».
«Ενισχύσαμε το σύστημα υγείας και εξακολουθούμε να το κάνουμε» είπε στη συνέχεια και τόνισε πως η κυβέρνηση παράλληλα προχώρησε στη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που πλήττονται.
«Σε κυβερνητικό επίπεδο η συνεργασία μας με όλους τους ειδικούς επιστήμονες, λοιμωξιολόγους παραμένει καθημερινή», συνέχισε.
Ο πρωθυπουργός επαίνεσε και πάλι τους πολίτες για την ατομική και την κοινωνική ευθύνη που επέδειξαν, λέγοντας πως την ίδια ευθύνη και πειθαρχία εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε και σήμερα.
Σε αυτό το σημείο απηύθυνε παράκληση προς την αντιπολίτευση «να μην επιτρέψουμε στους εαυτούς μας αυτή τη συζήτηση να την μετατρέψουμε σε μια άγονη πολιτική διαμάχη».
«Ο κορωνοϊός δεν προσφέρεται για εύκολες ρητορικές κορώνες. Σήμερα προέχει η αλήθεια και η κοινή δράση», είπε και πρόσθεσε:
«Πρέπει όλοι σε αυτή την αίθουσα να ορθώσουμε πάνω από όλα ένα μέτωπο λογικής. Διότι ο κορωνοϊός, αποκτά νέους τρόπους διασποράς, διαφορετικά χαρακτηριστικά. Μέχρι να βρεθεί το εμβόλιο, οι πολιτικές δυνάμεις σε αυτή την αίθουσα έχουν την υποχρέωση να συμφωνήσουν σε μια ελάχιστη κοινή βάση. Οι αποφάσεις παίρνονται με βάση την δημόσια υγεία και με μια παραδοχή ότι οι αποφάσεις είναι γρήγορες».
Συνεχίζοντας, ο πρωθυπουργός επισήμανε πως διαπιστώνει «ότι πάρα το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών συντάσσεται με τις επιταγές των ειδικών, υπάρχουν μικρές μειοψηφίες ανορθολογισμού που συχνά αγγίζει τα όρια της παράνοιας» και προσέθεσε:
«Έχουμε υποχρέωση απέναντι σε αυτές τις εστίες ανορθολογισμού να σταθούμε όλοι με υπευθυνότητα και αν μη τι άλλο να στηρίξουμε και να υποστηρίξουμε βασικές πολιτικές επιλογές που μας επιτάσσουν οι ειδικοί. Όπως για παράδειγμα η υποχρεωτική χρήση της μάσκας που στο παρόν στάδιο της πανδημίας είναι το πιο σίγουρο μέσο για να μπορέσουμε να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας, τους αγαπημένους μας χωρίς να υποστούμε τις αρνητικές συνέπειες από ένα περαιτέρω περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας».
Στη συνέχεια ο πρωθυπουργός ξεκίνησε να απαντά σε 10 ερωτήσεις για την πανδημία.
1. Πόσο επιτυχημένη υπήρξε η διαχείριση της πανδημίας;
Σε ό,τι αφορά την κριτική ότι «τα πήγαμε καλά στο πρώτο κύμα της πανδημίας ενώ στην επανεμφάνισή της όχι», ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι «είναι λάθος να ακούγονται τέτοιες απόψεις. Αυτό δεν είναι αλήθεια».
«Η απάντηση αποτιμάται από ένα και μόνο μέτρο την πραγματική προστασία των πολιτών. Τα κρούσματα, τον αριθμό των ζωών που δυστυχώς χάθηκαν και από την διασπορά του ιού στην επικράτεια. Η Ελλάδα έξι μήνες μετά την εκδήλωση της νόσου μετρά 286 θανάτους με μέση ηλικία τα 78 χρόνια. Όσους δηλαδή θρηνούσαν καθημερινά σε ένα εξάωρο χώρες που χτυπήθηκαν πολύ σκληρότερα στην πρώτη φάση της πανδημίας. Έχουμε 11.542 κρούσματα, είμαστε στην 111 θέση σε θανάτους ανά ένα εκατομμύριο πολίτες. Τέσσερεις φορές κάτω από το μέσο όρο απωλειών στον κόσμο. Έχουμε καταφέρει με την βοήθεια όλων να αποφύγουμε τις εκατόμβες που στοιχειώνουν άλλα κράτη. Βάλαμε ισχυρά φρένα στα φαινόμενα ανεξέλεγκτης διάδοσης του ιού» είπε.
«Η αλήθεια είναι -το είχαμε πει επανειλημμένως- ότι περιμέναμε μία λελογισμένη αύξηση κρουσμάτων από τη στιγμή που η οικονομία μας θα ξανάνοιγε. Όχι μόνο στον τουρισμό αλλά σε οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα. Το είχα πει πολλές φορές, το προεξοφλούσαν όλοι ότι θα συνέβαινε σε όλες τις χώρες του κόσμου» σημείωσε ο πρωθυπουργός και πρόσθεσε:
«Προφανώς και δεν μπορούσαμε να παραμείνουμε σε αιώνιο lockdown και προφανώς και το σταδιακό άνοιγμα της οικονομικής δραστηριότητας θα επέτρεπε τη μεγαλύτερη διάδοση του ιού. Η πρόκληση ήταν και παραμένει αυτά τα κρούσματα να εντοπισθούν και να ελεγχθούν. Και αυτό γίνεται και το αποδεικνύουν όλα τα στοιχεία. Η Ελλάδα και τα κατάφερε στο πρώτο κύμα και εξακολουθεί να τα καταφέρνει και τώρα».
«Το άγχος μας ήταν πώς δεν θα γίνουμε θύματα της επιτυχίας μας», είπε, προσθέτοντας, ωστόσο ότι δεν πρέπει να εφησυχάσουμε λόγω της επιτυχίας μας.
«Έχουμε καταφέρει με τη βοήθεια όλων να αποφύγουμε τις εκατόμβες που στοιχειώνουν άλλα κράτη και βάλαμε ισχυρά φρένα στα φαινόμενα ανεξέλεγκτης διάδοσης του ιού», ανέφερε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε:
«Τις τελευταίες επτά μέρες έχουμε δει πάλι τα στοιχεία να δείχνουν μία ισορροπία, ενδεχομένως και μια μικρή μείωση. Δεν είναι αιτία εφησυχασμού».
«Η κανονική ζωή έτσι όπως τη θυμόμαστε δεν θα επανέλθει ούτε γρήγορα, ούτε αυτόματα. Όλοι πρέπει να προσέχουμε, κυρίως στις καθημερινές μας συμπεριφορές», συνέχισε.
- Μπορούσε να γίνει διαφορετικά η ιχνηλάτηση;
«Ευθυγραμμιστήκαμε με αυτό, να συνυπάρχουμε με τον ιό με εξαιρετικά περιορισμένα κρούσματα. Να πω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στον ΕΟΔΥ, στα στελέχη της πολιτικής Προστασίας, σε όλους όσους υποστηρίζουν το σύστημα ιχνηλάτησης. Είναι μια πολύ δύσκολη και κοπιαστική δουλειά».
«Απεδείχθη πως οι ελπίδες για την ιχνηλάτηση μέσω ενός κινητού τηλεφώνου ήταν φρούδες. Δεν αφήνουμε κανέναν κρούσμα ορφανό, είναι ο μόνος αποδεδειγμένος τρόπος για να αντιμετωπίσουμε την έξαρση της πανδημίας».
- Ποια τακτική έπρεπε να ακολουθήσουμε;
Αναφερόμενος στις φωνές που μιλούσαν για μια διαφορετική προσέγγιση στην αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού, έφερε το παράδειγμα της Σουηδίας και αφού παρέθεσε και τα επιδημιολογικά δεδομένα της χώρας, τόνισε πως μια χώρα δεν κερδίζει ούτε οικονομικά με το να αφήσει τον ιό ανεξέλεγκτο.
- Η επανέναρξη όλων των δραστηριοτήτων, συνιστά επιστροφή στην προ κορωνοϊού κανονικότητα;
«Σαφώς και όχι. Περάσαμε από το σχεδόν πλήρες lockdown σε ένα σταδιακό άνοιγμα. Περάσαμε στο «μένουμε ασφαλείς». Σε αυτό δεν χωρούν παρερμηνείες, φαίνονται όμως κάποιες κακόπιστες παρεξηγήσεις, από κάποιους που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την αύξηση των κρουσμάτων.
Η κανονική ζωή έτσι όπως τη θυμόμαστε δεν θα επανέλθει ούτε γρήγορα, ούτε αθόρυβα. Δεν είναι ευχάριστο να φοράς συνέχεια μάσκα, όμως είναι απολύτως απαραίτητο.
Και ναι μπορεί να ασκηθεί κάποια κριτική αναφορικά με την μάσκα . Μάθαμε πολλά περισσότερα και εκεί που η μάσκα δεν εθεωρείτο απαραίτητη, τώρα είναι το ένα, το κύριο το πρωταρχικό όπλο που έχουμε στη διάθεσή μας για να αντιμετωπίσουμε τον κορωνοϊό».
- Φταίει ο τουρισμός για την αύξηση των κρουσμάτων;
«Η τελευταία αύξηση κρουσμάτων οφείλεται πρωτίστως σε εσωτερική κινητικότητα και σε χαλάρωση των μέτρων προστασίας και λιγότερο στους ξένους επισκέπτες. Έχουμε κάνει μέχρι σήμερα, από 1ης Ιουλίους, 451,908 τεστ σε εισερχόμενους στη χώρα μας, είτε στα χερσαία σύνορα, είτε στα αεροδρόμια της χώρας. Από αυτά 972 ήταν θετικά κρούσματα, με δείκτη θετικότητας μόλις 0,2%.
«Υπολογίζεται ότι θα έχουμε 4 εκατ. επισκέπτες. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να στερήσει αυτά τα χρήματα από τα δημόσια ταμεία. Αυτό το καλοκαίρι προσπαθούσαμε να διασώσουμε ότι μπορούμε, ώστε να επανέλθουμε δριμύτεροι το 2021, έχοντας δώσει ένα παράδειγμα, ποιοτικής διαμονής».
- Μήπως το άνοιγμα του τουρισμού έγινε εσπευσμένα;
«Όχι. Έγινε σταδιακά, μεθοδικά, όταν είμασταν έτοιμοι με έναν μηχανισμό ελέγχου και ιχνηλάτησης. Δημιουργήσαμε ένα πρωτοποριακό σύστημα, που μας ζήτησαν από το εξωτερικό πληροφορίες για να το αντιγράψουμε. Είναι μια μέθοδος που την έχουμε εξάγει σε άλλες χώρες.
Αυτό, κυρία Γεννηματά, δεν είναι πολιτική βλέποντας και κάνοντας, αυτό η επιστήμη το ονομάζει δυναμικό προγραμματισμό και αυτό ακολουθούμε».
- Πόσο έτοιμος ήταν ο κρατικός μηχανισμός;
«Η οικονομική κρίση σφραγίζει αυτή την πανδημία με ένα δίδαγμα. Ο μηχανισμός δεν χρειάζεται να είναι οκγώδης, αλλά μυώδης και αποτελεσματικός. Κάθε χώρα μπορεί να είναι ανοχύρωτη σε τέτοιες ασύμμετρες απειλές, η Ελλάδα όμως τα κατάφερε.
Ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα για να αυξήσουμε τη δυναμικότητα των εγχώριων τεστ. Σύντομα θα είμαστε σε θέση να ανακοινώσουμε και άλλες πρωτοβουλίες να μπορούμε να κάνουμε περισσότερα τεστ. Είμαστε πολύ ψηλά στην Ευρώπη σε κατά κεφαλή τεστ και θα πάμε ακόμη πιο ψηλά.
Η χώρα έχει αποκτήσει εγχώρια τεχνογνωσία ως προς την κατασκευή των σχετικών αντιδραστηρίων για τεστ. Χρηματοδοτήσαμε την πρωτοβουλία που μας δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε σχεδόν 5.000 τεστ εγχώρια.
Ταυτόχρονα ιδρύσαμε το παρατηρητήριο Covid-19, έναν κεντρικό φορέα για την εκτίμηση της πανδημίας. Κάθε μέρα παρακολουθούνται παραπάνω από 20 σημαντικοί δείκτες, ο ρυθμός μετάδοσης, η οικονομική δραστηριότητα, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές. Όλα αυτά μας επιτρέπουν να κάνουμε μια σύνθεση των στοιχείων και να συντάσσουμε μια έκθεση προόδου».
- Πόσο βαρύ είναι το τίμημα που πληρώνει η χώρα;
«Η ύφεση που γέννησε η πανδημία είναι μεγαλύτερη από τη δεκαετία του ‘30. Είναι νωρίς να εκτιμηθεί το μέγεθος της ζημιάς. Ο στόχος μας είναι οι μικρότερες δυνατές απώλειες, ειδικά στην απασχόληση, ειδικά στα παραγωγικά θεμέλια της οικονομίας και εκεί επικεντρώνονται όλα τα μέτρα που έχουμε πάρει και ξεπερνούν τα 15,2 δις ευρώ.
Γνωρίζαμε ότι όλη η παγκόσμια οικονομία θα βρεθεί μπροστά σε μια πρωτοφανή ύφεση. Στην Ελλάδα το β’ τρίμηνο είχαμε μια υστέρηση της τάξης του 15,2%. Όμως θα ήταν άδικο να εστιάσει κανείς μόνο τους δείκτες. Στην αρχή αυτής της κρίσης, όλες οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών, έλεγαν πως επειδή η Ελλάδα είναι εξαρτημένη από τον τουρισμό θα έχει τελικά τη μεγαλύτερη ύφεση. Η ύφεση του εξαμήνου είναι της τάξης 7,9%, η ύφεση της ευρωζώνης είναι της τάξης του 9,1%. Η Ελλάδα έχει χαμηλότερη ύφεση από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Εύλογο το ερώτημα και η κριτική που θα ακούσω. Ποτέ δεν είπαμε ότι δεν θα υπάρχει ύφεση, αλλά έχει σημασία ότι λίγο πολύ τα νούμερα είναι αυτά που υποβάλαμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ευτυχώς δεν επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις κάποιων».
- Έπρεπε ή δεν έπρεπε να ανοίξουν τα σχολεία, πρέπει ή δεν πρέπει να ανοίξουν τώρα;
«Οι έρευνες δείχνουν μειωμένη πιθανότητα μόλυνσης των παιδιών από τον κορωνοϊό και πολύ σπάνια σοβαρή νόσηση από αυτόν, Όλοι οι ειδικοί τάσσονται υπέρ της επιστροφής στα θρανία, ειδικά εκεί όπου τα επιδημιολογικά στοιχεία το επιτρέπει, όπως στην Ελλάδα.
Τον Μάιο η γενικότερη χρήση της μάσκας δεν θεωρούνταν υποχρεωτικό μέσο, τώρα είναι και δεν είχαμε κρούσματα.
Και η λύση της διπλής βάρδιας έχει πολύ σημαντικά μειονεκτήματα, υποχρεώνει τον έναν γονιό να μείνει υποχρεωτικά στο σπίτι. Είναι κρίμα που η αντιπολίτευση ταυτίζεται ξανά με μια μειοψηφία συνδικαλιστών, αντί με τα συμφέροντα του λαού. Αν τα σχολεία έμεναν κλειστά, αληθινά χαμένοι θα ήταν οι γονείς από τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα.
Η τηλεεκπαίδευση δεν είναι η προτεινόμενη επιλογή, τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την επαφή με τους μαθητές, με τον δάσκαλο ή τον καθηγητή. Ο εγκλεισμός προκαλεί αίσθημα απομόνωσης, αίσθημα άγχους στους μαθητές. Να στηρίξουμε τις επιλογές των ειδικών, οι ειδικοί μας είπαν να ανοίξουμε τα σχολεία με υποχρεωτική μάσκα σε όλες τις ηλικίες».
- Πότε και πώς θα βγούμε από την κρίση;
«Δεν υπάρχει οριστική απάντηση, θα έρθει μόνο όταν βρεθεί ένα ή περισσότερα εμβόλια και όταν εμβολιαστεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έτσι ώστε να μπορέσουμε να συρρικνώσουμε αυτή τη μετάδοση του ιού.
Πολλές εταιρείες μας λένε ότι πριν το τέλος του έτους θα έχουμε κλινικά δεδομένα. Η Ελλάδα θα πάρει τη δοσολογία που της αναλογεί από περισσότερα του ενός εμβολίου. Έχουν ήδη ετοιμαστεί τα πρωτόκολλα για αν εμβολιαστούν πρώτα οι ευάλωτες ομάδες. Η πανδημία γίνεται πιο απειλητική πάντα για τους οικονομικά ασθενέστερους γι’ αυτό πάνω απ’ όλα η κοινωνία πρέπει να βρίσκεται δίπλα τους.
Δεν υπάρχουν οι κακοί νέοι που τον μεταδίδουν και οι υπεύθυνοι ενήλικες. υπάρχουν μόνο ανεύθυνοι πολίτες, όλων των ηλικιών. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών είναι υπεύθυνη. Τίποτα δεν με στενοχώρησε περισσότερο από το περιστατικό στο Ασβεστοχώρι, όπου από ένα πρόσωπο έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 20 ανθρώπους. Ας γίνει ένα μάθημα ζωής για όλους μας».
Η συζήτηση, σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων, διεξάγεται έπειτα από πρωτοβουλία της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής, Φώφης Γεννηματά.
Θα ακολουθήσουν οι ομιλίες των προέδρων των κοινοβουλευτικών κομμάτων και ενός ή δύο υπουργών.
Η συζήτηση θα ολοκληρωθεί, χωρίς να διεξαχθεί ψηφοφορία, σε μία συνεδρίαση.