Η Αφροδίτη Λατινοπούλου χαρακτήρισε «χυδαία» την επιστολή που απέστειλε ο επικεφαλής της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέσβης Φαρούκ Καϊμακτσί, αναφορικά με τις δηλώσεις της για τη Γενοκτονία των Ποντίων, την οποία απέδωσε στην Τουρκία.

«Είναι μια επιστολή κατά της Ελλάδας όχι μόνο κατά εμού. Η μόνη απάντηση που έχουμε στα χυδαία ψέματα σε κάθε Τούρκο αξιωματούχο που παραχαράσσει την ιστορία είναι μια: εδώ μιλάμε εμείς νουθεσίες αλλού», ανέφερε η κα Λατινοπούλου σκίζοντας την επιστολή.

Δείτε το σκηνικό στο 5ο λεπτό

«Κάνουν παραχάραξη της ιστορίας με την ανοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάτι που έχω τονίσει επανειλημμένα στο Ευρωκοινοβούλιο αλλά και με την ανοχή της κυβέρνησης. Βρίσκουν και τα κάνουν, κανείς δεν έχει υψώσει ανάχωμα στην Τουρκία. Θα έπρεπε η επιστολή αυτή να απαντηθεί άμεσα από την κυβέρνηση, θα έπρεπε να έχουν ήδη δράσει» πρόσθεσε η κυρία Λατινοπούλου.

«Αυτό που λέμε είναι ότι η Τουρκία δεν έχει ιστορία αλλά ποινικό μητρώο. Εγώ θα συνεχίζω να λέω την ιστορική αλήθεια αντίθετα στην παραχάραξη της ιστορίας απέναντι στην ελίτ των Βρυξελλών που κάνει ότι δεν βλέπει και συζητά την ένταξη της Τουρκίας». είπε χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα με την κυρία Λατινοπούλου η τουρκική αντίδραση προκλήθηκε από την κατάθεση εκ μέρους της, τη Δευτέρα, ψηφίσματος στο Ευρωκοινοβούλιο για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων. Είναι μια ιστορική αλήθεια για την οποία ευθύνεται η Τουρκία. Το έκανα με ύψιστη τιμή και υπερηφάνεια».

Η προκλητική επιστολή της Τουρκίας

«Αξιότιμο Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Σας γράφω για να εκφράσω την απογοήτευσή μας για τις δηλώσεις σας που αποσκοπούσαν στην διαστρέβλωση ιστορικών γεγονότων σχετικά με τον Τουρκικό Πόλεμο Ανεξαρτησίας για εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς, και να μοιραστώ ορισμένα γεγονότα για εκείνη την περίοδο, αν ενδιαφέρεστε να αντιμετωπίσετε την αλήθεια.

Η λεγόμενη “Γενοκτονία των Ποντίων Ελλήνων” είναι μια θρασύτατη κατηγορία που δεν έχει καμία βάση ούτε στην ιστορία ούτε στο διεθνές δίκαιο. Όπως πρέπει να γνωρίζετε καλά, ο ελληνικός στρατός προέβη στην εισβολή στη δυτική Ανατολία, εκμεταλλευόμενος την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξεκινώντας από τις 15 Μαΐου 1919 με την υποκίνηση και την ενεργό υποστήριξη των δυνάμεων της Αντάντ, και τοπικές ελληνικές ομάδες τρομοκρατίας και αντάρτικα στρατεύματα, που σχηματίστηκαν, προκλήθηκαν και οπλίστηκαν από την Ελλάδα και τις δυνάμεις της Αντάντ, ξεκίνησαν μια αποτρόπαια εκστρατεία εθνοκάθαρσης ενάντια στον τουρκικό πολιτικό πληθυσμό στην περιοχή της τουρκικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας με σκοπό τη δημιουργία ενός εθνοτικού “Ποντιακού-Ελληνικού κράτους”. Κατά την διάρκεια της εισβολής που διήρκεσε μέχρι την θριαμβευτική νίκη των τουρκικών δυνάμεων στα τέλη του 1922, ο ελληνικός στρατός και οι τοπικοί Έλληνες αντάρτες και ληστές διέπραξαν απίστευτα εγκλήματα ενάντια στον τουρκικό πολιτικό πληθυσμό στις περιοχές υπό κατοχή.

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανησυχητικές αναφορές για θηριωδίες που διέπραξαν ο εισβολέας ελληνικός στρατός και οι τοπικές τους πέμπτες φάλαγγες, οι δυνάμεις της Αντάντ υποχρεώθηκαν να ερευνήσουν αυτά τα πολεμικά εγκλήματα ιδρύοντας μια “Επιτροπή Έρευνας”. Η Επιτροπή αναγκάστηκε να παραδεχθεί στην έκθεσή της ότι η ελληνική κατοχή, η οποία είχε δημιουργήσει μια σκηνή ωμότητας, είχε μετατραπεί σε μια ντροπιαστική εισβολή. Οι θηριωδίες καταγράφηκαν τελικά στη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, η οποία υπογράφηκε μετά την νικηφόρα ολοκλήρωση του Τουρκικού Πολέμου Ανεξαρτησίας. Το άρθρο 59 της Συνθήκης καθιέρωσε ότι οι πράξεις του ελληνικού στρατού στην Ανατολία παραβίασαν τους νόμους του πολέμου και υποχρέωσε την Ελλάδα να πληρώσει αποζημιώσεις γι’ αυτά. Με λίγα λόγια, αντίθετα με τις αβάσιμες ισχυρισμούς του ελληνικού εθνικισμού, ήταν η ίδια η Ελλάδα που ενεπλάκη σε μια βίαιη εκστρατεία εισβολής στην Ανατολία, διέπραξε απίστευτες θηριωδίες ενάντια στον τουρκικό πολιτικό πληθυσμό, και τελικά παραδέχτηκε τα εγκλήματά της και υποχρεώθηκε να αποζημιώσει βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης.

Στην επόμενη περίοδο, η Τουρκία και η Ελλάδα αποφάσισαν να αφήσουν στην άκρη την εχθρότητα και ξεκίνησαν να καλλιεργούν καλές γειτονικές σχέσεις. Η υποψηφιότητα του Ατατούρκ για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1934 από τον τότε Έλληνα Πρωθυπουργό Βενιζέλο (ο οποίος είχε επίσης υπάρξει Πρωθυπουργός κατά την διάρκεια της ελληνικής κατοχής) αποτελεί σαφή μαρτυρία αυτού του γεγονότος. Τα ιστορικά γεγονότα δεν μπορούν να αλλάξουν από πολιτική χειραγώγηση. Ούτε πρέπει να ξαναγραφτούν για να εξυπηρετήσουν κάποιες στενόμυαλες λαϊκιστικές ατζέντες. Οι προσπάθειες να προκληθεί εχθρότητα από την ιστορία δεν θα φέρουν τίποτα καλό πέρα από την υποκίνηση σύγκρουσης και μίσους μεταξύ λαών και χωρών. Τα ιστορικά επεισόδια, συμπεριλαμβανομένων των αμφιλεγόμενων, θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο μιας ψύχραιμης μελέτης από μελετητές και ιστορικούς, όχι από πολιτικούς ή προπαγανδιστές.

Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήθελα επίσης να υπενθυμίσω ότι η “γενοκτονία” δεν είναι μια γενική λέξη, αλλά ένας νομικός όρος που ορίζει το σοβαρότερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και πρέπει να χρησιμοποιείται με υπευθυνότητα. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1948 για τη Γενοκτονία, υπάρχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις και κριτήρια για να καθοριστεί αν συνέβη γενοκτονία (συγκεκριμένα στοιχεία, πρόθεση καταστροφής και απόφαση από αρμόδιο δικαστήριο) και κανένα από αυτά δεν ισχύει για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η κοινή λογική και η σοφία πρέπει να επικρατήσουν για να διατηρηθεί η θετική δυναμική στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας καθώς και η δημοκρατική αξιοπιστία και το κύρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αποτρέποντας τέτοια διαστρέβλωση της ιστορίας να επαναληφθεί μια και καλή. Ο Ατατούρκ και ο Βενιζέλος ήδη έθεσαν το ηθικό πρότυπο και έναν δρόμο προς τα εμπρός για να ακολουθηθεί σε αυτό το πλαίσιο».

Διαβάστε ΕΔΩ περισσότερες ειδήσεις