«Η συχνότητα των ημερών με βροχοπτώσεις έχει περιοριστεί σημαντικά, αλλά όταν αυτές έρχονται, όσο αργά και να έρχονται, συνήθως είναι πιο ισχυρές από ό,τι ήταν πριν. Αυτό είναι το μοτίβο και αυτό είναι που μας φοβίζει», σημειώνει ο τέως διευθυντής του Εθνικού Μετεωρολογικού Κέντρου της ΕΜΥ κ. Ζιακόπουλος.
Αυξημένη παρουσιάζεται η πιθανότητα μιας επικίνδυνης πλημμύρας σε Ελλάδα και Βαλκάνια, καθώς το φαινόμενο αυτό δεν είναι τόσο σπάνιο όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε, αποκαλύπτει η μελέτη της ερευνήτριας Κατερίνας Παπαγιαννάκη και του επίκουρου καθηγητή Φυσικών Καταστροφών στο ΕΚΠΑ, Μιχάλη Δρακάκη.
Τα τελευταία 140 χρόνια μόνο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έχουν σημειωθεί 20 πλημμύρες στην κάθε μία από τις οποίες υπήρξαν 80 νεκροί ενώ η γειτονιά μας, τα Βαλκάνια με βάση μια ανάλυση των δύο επιστημόνων υπάρχει η πιθανότητα να σημειωθεί τεράστιο πλημμυρικό φαινόμενο σε ποσοστό 2,5% ετησίως.
«Σε σχέση με το ιστορικό της περιοχής μας, της Μεσογείου, βλέπουμε ότι έχουμε τα τελευταία 140 χρόνια έχουν συμβεί τουλάχιστον 20 γεγονότα τα οποία το καθένα είχαν πάνω από 80 νεκρούς. Άρα αυτό μας λέει ότι τουλάχιστον στην Ανατολική Μεσόγειο έχουμε κατά μέσο όρο, μια φορά στα εννέα χρόνια ένα τέτοιο γεγονός με πάνω από 80 νεκρούς αντίστοιχο με αυτό που έγινε στην Βαλένθια. Άρα βλέπουμε ότι δεν είναι τόσο σπάνιο όσο νομίζουμε ένα τέτοιο φαινόμενο, τουλάχιστον στην Ανατολική Μεσόγειο και με βάση την ανάλυση που έχουμε κάνει, έχουμε μια πιθανότητα να συμβεί στα Βαλκάνια περίπου στο 2,5% ετησίως», είπε στο thestival.gr ο κ. Διακάκης.
Για τον κ. Διακάκη, το φαινόμενο που έπληξε την ανατολική Ισπανία, έμοιαζε περισσότερο με τις πλημμύρες στη Μάνδρα . «Μοιάζει με αυτό της Μάνδρας έχει όμως και εκεί κάποιες μικρές διαφορές. Η πρώτη διαφορά είναι ότι το μέγεθος του ποταμού στη Βαλένθια είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό της Μάνδρας, μιλάμε για περίπου τα 2/3 του Πηνειού το ποτάμι της Βαλένθια, ενώ αυτό της Μάνδρας ήταν μία πολύ μικρή λεκάνη απορροής, ένα μικρός ξεροπόταμος και επίσης η έκταση του φαινομένου της πλημμύρας στη Μάνδρα έγινε σε μια μικρή πόλη των 12.000 κατοίκων ενώ στη Βαλένθια μιλάμε για μια πόλη των 800.000 – 1.000.000 κατοίκους στην ευρύτερη περιοχή. Άρα λοιπόν το μέγεθος, τα μεγέθη διαφέρουν», επισημαίνει και τονίζει:
«Είναι βέβαιο ότι θα τα βλέπουμε συχνά τέτοια φαινόμενα. Αν σκεφτείτε μέσα στην τελευταία δεκαετία πόσες φορές έχουμε δει στη χώρα μας που είναι μια μικρή περιοχή της Μεσογείου τέτοιου είδους φαινόμενα με νεκρούς, όπως στη Μάνδρα, στην Εύβοια το καλοκαίρι του 2020, στον Ντάνιελ, στον Ιανό. Βλέπουμε πολύ συχνά τέτοια φαινόμενα πλέον, αν όχι κάθε χρόνο σχεδόν χρόνο παρά χρόνο».
«Τι μας προβληματίζει ιδιαιτέρως με την κλιματική αλλαγή και φάνηκε και τώρα στην πλημμύρα στην Βαλένθια, και στην πλημμύρα που έγινε στην Αυστρία τον Σεπτέμβριο και φάνηκε και στον Daniel πέρσι τέτοια εποχή;
Μας προβληματίζει ιδιαιτέρως η πολύ αυξημένη θερμοκρασία της θάλασσας στη Μεσόγειο η οποία τροφοδοτεί με υγρασία τις καταιγίδες αυτές οι οποίες γίνονται πιο έντονες. Πότε υπάρχει αυτή η υψηλή θερμοκρασία;
Τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο που η θάλασσα παραμένει ζεστή αλλά ταυτόχρονα έχουμε και όλα αυτά τα συστήματα (σ.σ. καταιγίδων) που έρχονται. Άρα αυτοί οι μήνες είναι οι επίφοβοι του χρόνου που έχουμε παρά πολλά τέτοια γεγονότα και ιστορικά αλλά και τώρα πρόσφατα» τόνισε.
Με τα ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλούν έντονες πλημμύρες να αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο είναι άκρως απαραίτητη η θωράκιση των πόλεων στοχεύοντας κυρίως στη διάνοιξη των ρεμάτων και των πλημμυρικών πεδίων έτσι ώστε το νερό να βρίσκει διέξοδο προς τη θάλασσα. Περαιτέρω όμως η υλοποίηση μικρότερων έργων που αφορούν την ανάσχεση της ροής κρίνεται απαραίτητη στην Ελλάδα εξαιτίας της μορφολογίας της.
Πρέπει να πούμε ότι τέτοιου είδους φαινόμενα δεν μπορείς να τα σταματήσεις και δεν μπορείς κατα συνέπεια να μηδενίσεις τον κίνδυνο. Από εκεί πέρα υπάρχουν πράγματα που μπορεί να γίνουν για να μειώσουν κατά κάποιο τρόπο τις απώλειες.
Ένα από αυτά είναι να προσπαθήσουμε να αφήσουμε χώρο για το νερό διευρύνοντας τα ρέματα και τα πλημμυρικά πεδία ώστε το νερό να κινηθεί απρόσκοπτα προς τη θάλασσα. Είναι πρακτικά δύσκολο, χρειάζεται όμως να γίνει στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας στρατηγικής που πρέπει να κάνουμε, να αφήσουμε ελεύθερα τα πλημμυρικά πεδία.
Από εκεί και πέρα σε βραχυπρόθεσμο χρόνο μπορούμε να έχουμε συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης όπως και η ενημέρωση και εκπαίδευση των πολιτών και των αρχών.
Χρειάζονται επίσης μικρότερα έργα ανάσχεσης της ροής τα οποία είναι χρήσιμα ειδικά στον ελληνικό χώρο γιατί έχουμε πολύ έντονες μορφολογικές κλήσεις και έχουμε και το ζήτημα των πυρκαγιών που μας επιδεινώνει τον κίνδυνο των πλημμυρών.
Μικρά έργα κυρίως σε ορεινές τοποθεσίες, ορεινής υδρονομίας όπως τα λέμε τα οποία κατά κάποιο τρόπο μειώνουν τις απορροές, κάνουν πιο ήπιες τις πλημμυρικές αιχμές και επομένως μειώνουν και τον κίνδυνο της πλημμύρας», κατέληξε ο κ. Διακάκης.
Διαβάστε ΕΔΩ περισσότερες ειδήσεις