Σύμφωνα με το άρθρο 61 του νέου νόμου, ο οποίος ψηφίστηκε το βράδυ της Τετάρτης, «εργαζόμενος πλήρους ή μερικής απασχόλησης δύναται, κατόπιν ατομικής έγγραφης συμφωνίας με τον εργοδότη, να λάβει άδεια άνευ αποδοχών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, η οποία δύναται να παραταθεί με νεότερη συμφωνία των μερών.
Τι προβλέπεται για την άδεια άνευ αποδοχών
Η άδεια άνευ αποδοχών δεν προβλεπόταν μέχρι πρότινος από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αλλά στηριζόταν στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων.
Για την χορήγησή της απαιτούνταν συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, ενώ απαγορευόταν να χορηγηθεί υποχρεωτικά από τον εργοδότη, αφού τέτοιου είδους μονομερής χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών εξισώνεται με άρνηση της αποδοχής των υπηρεσιών του εργαζόμενου και επομένως καθιστά τον εργοδότη υπερήμερο.
Κατά τη διάρκεια της άδειας η σύμβαση εργασίας τίθεται σε αναστολή και δεν οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές. Η έγγραφη συμφωνία αναρτάται στο Πληροφοριακό Σύστημα (Π/Σ) «ΕΡΓΑΝΗ» και αντίγραφό της γνωστοποιείται στον e-ΕΦΚΑ.
Μετά τη λήξη της άδειας άνευ αποδοχών αναβιώνουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών εκ της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας».
Έτσι λοιπόν η εργασιακή σύμβαση αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών, αφού ούτε ο μισθωτός παρέχει υπηρεσίες, ούτε ο εργοδότης καταβάλλει αποδοχές ούτε όμως και ασφαλιστικές εισφορές.
Μετά το πέρας το διαστήματος για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια άνευ αποδοχών, ο εργαζόμενος θέτει και πάλι τις υπηρεσίες του στη διάθεση του εργοδότη και ο τελευταίος υποχρεούται να τις αποδεχτεί.
Σε περίπτωση σύμβασης ορισμένου χρόνου, η χορήγηση της άδειας άνευ αποδοχών στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, δύναται να θεωρηθεί ότι παρατείνει τη διάρκεια της σύμβασης για χρονικό διάστημα ίσο με το χρονικό διάστημα της εν λόγω άδειας.
Ετήσια άδεια
Χρονικό όριο στη χορήγηση της ετήσιας άδειας των εργαζομένων προβλέπει ο νέος εργασιακός νόμος. Ειδικότερα προβλέπεται η χορήγηση της άδειας μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους και όχι μέχρι το τέλος του έτους που χορηγείται η άδεια.
Ταυτόχρονα ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από την αίτηση του εργαζομένου.
Σύμφωνα με την σχετική διάταξη «το ήμισυ τουλάχιστον των κατ΄ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων άδειας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος.
Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτηση αποσκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού.
Η δικαιούμενη, κατ’ έτος, άδεια πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους».