Επιστολή συνέταξαν και απέστειλαν στον Ντόναλντ Τραμπ Αμερικανοί βουλευτές, εκφράζοντας τον προβληματισμό τους για τη στάση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τις νέες τουρκικές παραβιάσεις του εναέριου χώρου από την Τουρκία.
Στην επιστολή προς τον Ντόναλντ Τραμπ υποστηρίζουν ότι οι κινήσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εγκυμονούν κινδύνους για την ασφάλεια και την περιφερειακή σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και επισημαίνουν ότι μια πιθανή επανένταξη της Άγκυρας στο πρόγραμμα των F-35 θα μπορούσε να ανατρέψει μια ευαίσθητη ισορροπία στην περιοχή. Στην επιστολή αναφέρονται οι ηγεμονικές και αναθεωρητικές φιλοδοξίες της Τουρκίας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», η προσωπική συμμαχία του Ερντογάν με ισλαμιστικές τρομοκρατικές ομάδες και η δημοκρατική διολίσθηση στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας.
Μάλιστα, ζητούν από τον Ντόναλντ Τραμπ να θέσει τα ακόλουθα ζητήματα σε μια ενδεχόμενη συνάντηση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: τη χρήση των F-16 που παρέχονται από τις ΗΠΑ στην Τουρκία για τη συστηματική παραβίαση του ελληνικού εναέριο χώρο, τη μη επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 ενόσω η ‘Αγκυρα διατηρεί το σύστημα των S-400 και συνεχίζει τις αποσταθεροποιητικές ενέργειες της, την υιοθέτηση αναθεωρητικών πολιτικών από τον Ερντογάν που είναι επωφελείς για τη Ρωσία και αποβαίνουν εις βάρος της συνοχής και της ασφάλειας του ΝΑΤΟ, την προβληματική πολιτική της «Γαλάζιας Πατρίδας» και το κίνδυνο που παρουσιάζει για την κυριαρχία και την ακεραιότητα των χωρικών υδάτων και των θαλάσσιων ζωνών της Ελλάδας και της Κύπρου, τους προσωπικούς και πολιτικούς δεσμούς που διατηρεί ο Ερντογάν με ανώτερα στελέχη της Χαμάς και τη συμπάθεια που επιδεικνύει στον στόχο της Χαμάς για την εξάλειψη ισραηλινού κράτους, την αντισημιτική και αντισιωνιστική ρητορική που υιοθετεί συχνά ο Ερντογάν, τη συνέχιση της παράνομης κατοχής της Κύπρου και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολιτικής αντιπολίτευσης στο εσωτερικό της χώρας.
Οι νομοθέτες αναγνωρίζουν ότι είναι προς το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών η Τουρκία να είναι ένας ισχυρός και αξιόπιστος σύμμαχος εντός του ΝΑΤΟ, καθώς πρόκειται για μια χώρα που δαπανά το απαιτούμενο 2% του ΑΕΠ στον τομέα της άμυνας σε μια ταραγμένη και δυναμική περιοχή και θα μπορούσε συνεπώς να χρησιμεύσει ως πολλαπλασιαστής ισχύος για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.
«Για χρόνια, ο πρόεδρος Ερντογάν ανταγωνίζεται τους γείτονες της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένων των συμμάχων στο ΝΑΤΟ, παραβιάζοντας τον ελληνικό εναέριο χώρο, κατέχοντας παράνομα τμήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρενοχλώντας πλοία στο Αιγαίο Πέλαγος και απειλώντας να εισβάλει στην Ελλάδα και το Ισραήλ. Παρά τη συνολική ύφεση των εντάσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είμαστε ιδιαίτερα προβληματισμένοι από την ξαφνική αύξηση των παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου με αεροσκάφη F-16, τα οποία έχουν παρασχεθεί από τις ΗΠΑ στην Άγκυρα, και τις παραβιάσεις των χωρικών υδάτων της Ελλάδας που έχουν σημειωθεί κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους. Αυτή η συμπεριφορά είναι απαράδεκτη για έναν σύμμαχο του ΝΑΤΟ και αποτελεί συνεχή απειλή για την ασφάλεια ενός ζωτικού Ευρωπαίου εταίρου. Σε αυτό το πλαίσιο, μια ευαίσθητη ισορροπία στην περιοχή θα ανατρεπόταν εάν η Τουρκία επανεντασσόταν στο πρόγραμμα των F-35.
» Ο πρόεδρος Ερντογάν έχει επίσης υιοθετήσει την ανησυχητική αναθεωρητική πολιτική που ονομάζεται «Γαλάζια Πατρίδα». Αυτό χρησιμεύει ως πολιτική και στρατιωτική αιτιολογία για την προώθηση της κυριαρχίας του στην Ανατολική Μεσόγειο εις βάρος άλλων περιφερειακών δυνάμεων. Υπό την αιγίδα της «Γαλάζιας Πατρίδας», τα τουρκικά σκάφη αμφισβητούν τις ελληνικές και κυπριακές αποκλειστικές οικονομικές ζώνες με ανησυχητικό ρυθμό. Ο Ερντογάν διεκδικεί κοιτάσματα φυσικού αερίου στα ανοικτά των ακτών της Κύπρου. Υπέγραψε μάλιστα μνημόνιο με την προσωρινή κυβέρνηση της Λιβύης στην Τρίπολη, το οποίο παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Αυτή η πολιτική περιφρονεί το Διεθνές Δίκαιο, ιδίως τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, και προωθεί τους στόχους του Ερντογάν για περιφερειακή κυριαρχία και τις νεοοθωμανικές φιλοδοξίες του.
» Επίσης, ο πρόεδρος Ερντογάν συνεχίζει να κατέχει άδικα και παράνομα την Κυπριακή Δημοκρατία. Πριν από πενήντα ένα χρόνια, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο και ξεκίνησε μια φρικτή εκστρατεία για εθνοκάθαρση τμημάτων του νησιού, καταστροφή θρησκευτικών μνημείων και απαγωγή και εξαφάνιση Ελληνοκυπρίων που ζούσαν εκεί. Έκτοτε, η λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», η οποία καταλαμβάνει περίπου το ένα τρίτο του εδάφους του νησιού, έχει κριθεί παράνομη από πολλά διαδοχικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και η Τουρκία έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τα διάφορα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν στην Κύπρο», αναφέρεται στην επιστολή.
Ακόμη επισημαίνεται ότι «η Τουρκία έχει υιοθετήσει πολιτικές που υποστηρίζουν αντιπάλους του ΝΑΤΟ, όπως η Ρωσία. Αυτή η στάση αποδεικνύεται ξεκάθαρα από την αγορά του ρωσικού συστήματος πυραυλικής άμυνας S-400 από τον Ερντογάν το 2019, το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα. Αυτή η απόφαση πυροδότησε την αποχώρηση της ‘Αγκυρας από το πρόγραμμα των F-35 και την επιβολή κυρώσεων, σύμφωνα με τον Νόμο για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής μέσω Κυρώσεων (CAATSA). Η παρουσία ρωσικής τεχνολογίας εντός του ΝΑΤΟ αποτελεί απειλή τόσο για την ασφάλεια όσο και για τον κυβερνοχώρο για ολόκληρη τη συμμαχία, καθώς οι S-400 είναι εντελώς ασύμβατοι με την τεχνολογία του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των F-35. Συνεπώς, το Κογκρέσο αποδοκίμασε την απόφαση του Ερντογάν και ψήφισε νομοθεσία το 2019 που εμπόδιζε τη μεταφορά οποιουδήποτε αεροσκάφους F-35 ή εξοπλισμού υποστήριξης ή εξαρτημάτων στην Τουρκία, καθώς και οποιασδήποτε πνευματικής ιδιοκτησίας, τεχνικών δεδομένων ή υλικής υποστήριξης που απαιτείται για τη συντήρηση των αεροσκαφών F-35».
«Από τις 7 Οκτωβρίου 2023, όταν εκατοντάδες τρομοκράτες της Χαμάς εισέβαλαν στο Ισραήλ και πραγματοποίησαν μια φρικτή επίθεση εναντίον αθώων πολίτων, ηγέτες από όλο τον κόσμο καταδίκασαν έντονα την επίθεση και κάλεσαν τη Χαμάς να απελευθερώσει τους ομήρους και να καταθέσει τα όπλα. Ωστόσο, ένας ηγέτης δεν το έκανε. Αντ’ αυτού, ο Ερντογάν είπε ότι «η Χαμάς δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση. Είναι μια ομάδα απελευθέρωσης». Έκτοτε, ο Ερντογάν ενεργεί ως ο κύριος προστάτης της Χαμάς. Έχει επιτρέψει στην Τουρκία να χρησιμεύσει ως ο κόμβος των διεθνών οικονομικών συναλλαγών της τρομοκρατικής ομάδας. Έχει εξισώσει τις ενέργειες του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου με εκείνες του Χίτλερ, με πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα την ομιλία του στην Εβδομάδα Υψηλού Επιπέδου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο του 2024. Έχει ανακοινώσει το τέλος κάθε εμπορίου με το Ισραήλ. Απέκλεισε κάθε πιθανή συνεργασία του ΝΑΤΟ με το Ισραήλ, απειλώντας μάλιστα να εισβάλει στο Ισραήλ».