Η Ελλάδα σχεδιάζει να προχωρήσει σε πρόωρες αποπληρωμές δανείων συνολικού ύψους 36,1 δισ. ευρώ έως το 2031, δηλαδή μια δεκαετία νωρίτερα από τον αρχικό προγραμματισμό, όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης.

Η εξέλιξη αυτή ενισχύει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους για την περίοδο μετά το 2032, ενώ ήδη σήμερα η χώρα απολαμβάνει ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους εξυπηρέτησης του χρέους της – καλύτερους ακόμη και από αυτούς της Γερμανίας και άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε. – με μέσο κόστος μόλις 1,73%.

Η διαδικασία αποπληρωμής των δανείων του πρώτου Μνημονίου θα συνεχιστεί σταδιακά και τα επόμενα χρόνια, ώστε το σύνολο του δανείου να έχει εξοφληθεί μέχρι το 2031 αντί για το 2041. Ήδη, έχει προγραμματιστεί νέα πρόωρη εξόφληση για τον Δεκέμβριο του 2025, ύψους τουλάχιστον 5,29 δισ. ευρώ, που αφορά δόσεις με προγραμματισμένη λήξη από το 2033 έως το 2041.

Αυτή η στρατηγική στέλνει θετικά μηνύματα στους θεσμούς, στους οίκους αξιολόγησης αλλά και στη διεθνή επενδυτική κοινότητα, δείχνοντας ότι η Ελλάδα λειτουργεί με σχέδιο και διορατικότητα, περιορίζοντας εγκαίρως τις μελλοντικές χρηματοδοτικές της ανάγκες μετά το 2032.

Σύμφωνα, επίσης, με τις αποφάσεις του Eurogroup του Μαΐου 2018, έχει συμφωνηθεί ότι εφόσον η Ελλάδα τηρεί τους δημοσιονομικούς στόχους και εφαρμόζει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, αλλά στο μεσοδιάστημα έως το 2032 προκύψει μια παγκόσμια κρίση ή γεγονός ανωτέρας βίας που απειλεί τη βιωσιμότητα του χρέους της (χωρίς υπαιτιότητα της ίδιας), τότε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης θα εξετάσουν τη λήψη επιπλέον υποστηρικτικών μέτρων.

Με άλλα λόγια, η χώρα έχει εξασφαλίσει ένα είδος έμμεσης εγγύησης για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα του χρέους της. Παρά τις πρόσφατες διεθνείς προκλήσεις – όπως η πανδημία, η ενεργειακή κρίση και οι γεωπολιτικές εντάσεις – η Ελλάδα έχει ανταποκριθεί αποτελεσματικά, καθιστώντας προς το παρόν αχρείαστη την ενεργοποίηση πρόσθετων παρεμβάσεων μετά το 2032.

Το δημόσιο χρέος

Όλη η σκληρή προσπάθεια των 15 τελευταίων ετών κατέτεινε στο να διαμορφωθεί ένα χαρτοφυλάκιο δημοσίου χρέους γενικής κυβέρνησης το οποίο, με στοιχεία τέλους 2024, έχει τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά:

  • Ύψος χρέους: 364,8 δισ ευρώ
  • Μέση σταθμική διάρκεια χρέους: 18,8 έτη
  • Μέση σταθμική διάρκεια ανατιμολόγησης: 18,2 έτη
  • Ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης: 1,73%

Από τους προαναφερόμενους δείκτες προκύπτει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος, με όρους χαρτοφυλακίου αναφοράς (benchmark portfolio), επί της ουσίας προσομοιάζει με ένα ομόλογο, το οποίο θα πρέπει να αποπληρωθεί εφάπαξ μετά από περίπου 19 έτη, που δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο αγοράς (επιτοκιακό, συναλλαγματικό, κλπ.),  με σταθερό και προβλέψιμο κόστος εξυπηρέτησης για όλη τη διάρκεια μέχρι τη λήξη του, της τάξεως του 1,73%.

Αν σήμερα, η πλέον αξιόχρεη χώρα της Ευρωζώνης Γερμανία επιθυμούσε να προβεί σε δανεισμό διάρκειας 19 ετών (όσο δηλαδή η μέση σταθμική διάρκεια του ελληνικού χρέους) το κόστος δανεισμού της θα ανερχόταν σε 2,93%, δηλαδή 1,20% υψηλότερο από το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού  δημόσιου χρέους.

Την ίδια στιγμή θα έπρεπε να ανα-χρηματοδοτήσει το σύνολο του χρέους της σε λιγότερο από το μισό χρόνο από αυτόν της Ελλάδος, αφού η μέση σταθμική φυσική διάρκεια του γερμανικού δημόσιου χρέους είναι περίπου 8 έτη (έναντι περίπου 19 έτη του ελληνικού) με μεγάλο κίνδυνο για μελλοντικό αυξημένο κόστος νέου δανεισμού – άρα εξυπηρέτησης-  σε ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων. Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετωπίζει και το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών αφού συνολικά έχουν μέση σταθμική φυσική διάρκεια χρέους 8,5 έτη περίπου.      

Είναι επίσης σημαντικό το γεγονός ότι  τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα της χώρας ανέρχονται  με όρους γενικής κυβέρνησης στο ποσό πλέον των 44 δισ. ευρώ. Η αξιοποίηση των διαθεσίμων αυτών ήταν και θα παραμείνει βέλτιστη αφού, εκτός άλλων, θα συνεχιστεί η πολιτική των πρόωρων αποπληρωμών των διμερών δανείων του πρώτου μνημονίου που σύναψε η χώρα μας με τις χώρες της Ευρωζώνης (GLFA).

Ήδη μέχρι στιγμής το Ελληνικό Δημόσιο προεξόφλησε και αποπλήρωσε πλήρως τα δάνεια του ΔΝΤ, ενώ από τα διμερή δάνεια GLFA, αρχικού ύψους 52,9 δισ. ευρώ, έχει ήδη αποπληρώσει ποσό 21,3 δισ. ευρώ. Το υπολειπόμενο ποσό των εν λόγω δανείων ανέρχεται σε 31,6 δισ. ευρώ και αποπληρώνεται σε σχεδόν ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις από το 2029 έως το 2041, σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα αποπληρωμής. 

Διαβάστε ΕΔΩ περισσότερες ειδήσεις