Την απελευθέρωση των πλειστηριασμών ακόμα και για την πρώτη κατοικία και την περαιτέρω περικοπή των συντάξεων ζητά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τονίζοντας πως η αποτυχία του προγράμματός του οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην ελληνική πλευρά.

Οι νέες απαιτήσεις του ΔΝΤ προκύπτουν, σύμφωνα με πληροφορίες, από την έκθεση των τεχνοκρατών του Ταμείου για την ελληνική οικονομία, η οποία καταρτίστηκε από την επικεφαλής του για την Ελλάδα, Ντέλια Βελκουλέσκου και την ομάδα της, υπό την εποπτεία του διευθυντή του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ, Πολ Τόμσεν.

«Παρότι οι ελληνικές αρχές τροποποίησαν το νομικό καθεστώς για την ατομική και την εταιρική πτώχευση, αναθεώρησαν τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και επέτρεψαν τις πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων…, οι περιορισμοί για την πρώτη κατοικία παραμένουν, η δημιουργία του επαγγέλματος του συνδίκου πτώχευσης έχει καθυστερήσει και το παράγωγο Δίκαιο παραμένει σε εκκρεμότητα», αναφέρεται με… ελαφρώς διπλωματική γλώσσα στο επίμαχο κείμενο, το οποίο θα συζητηθεί στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ στις 6 Φεβρουαρίου. Στην ίδια έκθεση το Ταμείο επισημαίνει την ανάγκη να καταργηθούν τα capital controls, αλλά με προσοχή, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Τα παραπάνω έρχονται να προστεθούν στις γνωστές θέσεις του ΔΝΤ περί «κουρέματος» του αφορολογήτου ορίου στα 4.000-5.000 ευρώ, μείωσης των κύριων συντάξεων, επίσπευσης της αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων, απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας και προϊόντων. Οι εν λόγω θέσεις επαναλαμβάνονται σε ακόμα μία έκθεση του Ταμείου για τη χώρα μας, με αντικείμενο την αποτίμηση του 2ου Μνημονίου. «Ενώ είχε συντελεστεί πρόοδος στα δύο πρώτα χρόνια του προγράμματος (2012-2014), αυτό ναυάγησε εξαιτίας των αρνητικών πολιτικών εξελίξεων», ισχυρίζονται οι τεχνοκράτες του Ταμείου επιρρίπτοντας τις ευθύνες στην ελληνική πλευρά, ενώ καλούν και πάλι τους Ευρωπαίους να προσφέρουν μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους στην Ελλάδα.

Παράλληλα ξεκαθαρίζουν πως ένα νέο Μνημόνιο με το Ταμείο θα πρέπει να βασίζεται σε ρεαλιστικούς στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα, βιώσιμο χρέος, προτεραιότητα στις μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα, πιο συντηρητικές προσδοκίες και σχεδίαση του προγράμματος, διεύρυνση της φορολογικής βάσης, επανεκκίνηση μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας, καθώς και σε κοινωνική δικαιοσύνη και καλύτερη συνεργασία μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων πιστωτών. Ειδικά για τα πρωτογενή πλεονάσματα οι αναλυτές του Ταμείου παρατηρούν ότι από ένα δείγμα 55 χωρών τα τελευταία 200 χρόνια, υπάρχουν μόνο 15 παραδείγματα που είχαν ύφεση για περισσότερα από 5 χρόνια και σε κανένα από αυτά δεν διατηρήθηκε πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 2% του ΑΕΠ.