Ανησυχία ΗΠΑ για τις ανατιμήσεις στο πετρέλαιο, καθώς η τιμή του πετρελαίου οδεύει ολοταχώς προς τα 100 δολ. το βαρέλι σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, κι ενώ Ρωσία και Σαουδική Αραβία επιμένουν να παρατείνουν τη μείωση της παραγωγής τους μέχρι το τέλος του έτους, η Ουάσιγκτον ετοιμάζεται να χαλαρώσει τις κυρώσεις στον πετρελαϊκό κλάδο της Βενεζουέλας προκειμένου να αυξηθεί η προσφορά στην παγκόσμια αγορά.
Ο λόγος για το καθεστώς σκληρών κυρώσεων που κληρονόμησε η κυβέρνηση Μπάιντεν από τον προηγούμενο ένοικο του Λευκού Οίκου στο πλαίσιο της πολιτικής εντεινόμενης πίεσης της κυβέρνησης Ντόναλντ Τραμπ κατά της κυβέρνησης Νικολάς Μαδούρο. Από το 2017 η Ουάσιγκτον είχε «παγώσει» τα περιουσιακά στοιχεία της Βενεζουέλας που βρίσκονταν σε τράπεζες του εξωτερικού και είχε απαγορεύσει τις εισαγωγές πετρελαίου από τη χώρα, ενώ παράλληλα απαγόρευσε σε Αμερικανούς πολίτες και επιχειρήσεις οποιαδήποτε συναλλαγή με την κρατική ενεργειακή PDVSA.
Εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, ουσιαστικά από τότε που η Σαουδική Αραβία άρχισε να κωφεύει στις εκκλήσεις της Ουάσιγκτον για άφθονο και φθηνό πετρέλαιο, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει αρχίσει να χαλαρώνει τη σκληρή στάση της προς το Καράκας. Η αλλαγή είναι ορατή κυρίως σε ό,τι αφορά τις κυρώσεις στον πετρελαϊκό κλάδο της Βενεζουέλας, καθώς η Ουάσιγκτον επέτρεψε στον πετρελαϊκό κολοσσό της Chevron να προχωρήσει σε εξορύξεις στη Βενεζουέλα.
Στη συνέχεια ακολούθησαν και ορισμένες ευρωπαϊκές πετρελαϊκές και τον Ιανουάριο η κυβέρνηση Μπάιντεν έδωσε άδεια στις Αρχές των Τρινιντάντ και Τομπάγκο να αναπτύξουν και να εκμεταλλευθούν μεγάλο κοίτασμα φυσικού αερίου στα ύδατα της Βενεζουέλας. Μολονότι η Ουάσιγκτον τονίζει ότι πρέπει το Καράκας να πείσει για την ανάγκη να διεξαχθούν ελεύθερες δημοκρατικές εκλογές στη χώρα, παράγοντες της αγοράς και αναλυτές θεωρούν βέβαιο ότι το κίνητρο της υπερδύναμης είναι πρωτίστως να διασφαλίσει μεγαλύτερη προσφορά μαύρου χρυσού στην παγκόσμια αγορά. Και ο λόγος είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επιτείνει την ενεργειακή κρίση που είχε αρχίσει λίγους μήνες νωρίτερα, καθώς και ότι στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ+ οι δύο μεγαλύτερες σε παραγωγή χώρες, Σαουδική Αραβία και Ρωσία, επιμένουν να μειώνουν την παραγωγή τους.