Στο 1,5% ή και πιο κάτω «προσγειώνει» τον πήχη της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2017 το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Στην τριμηνιαία έκθεσή του αναφέρει ότι οι αποφάσεις που θα ληφθούν εντός της χώρας τους επόμενους μήνες είναι ιδιαίτερα κρίσιμες, δεδομένου ότι δυνητικά μπορούν να σηματοδοτήσουν την απαρχή ενός αναπτυξιακού κύκλου ή, εναλλακτικά, της παράτασης της στασιμότητας και, συνακόλουθα, την ένταση των κινδύνων ιδίως καθώς θα πλησιάζει η λήξη του τρέχοντος προγράμματος.
Το Ινστιτούτο υπογραμμίζει την πληγή της υπερφορολόγησης, ενώ προειδοποιεί για κίνδυνο εξάντλησης της φοροδοτικής δυνατότητας, εκτιμώντας πως το πλεόνασμα του 2016 προέρχεται σε ένα μεγάλο μέρος από τις παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα (τόσο τη μείωση του επιπέδου των συντάξεων, όσο και την αύξηση των εισφορών) και κατά ένα άλλο από την αύξηση των φορολογικών εσόδων. «Προκύπτει πως αν έχει εφαρμοστεί ηπιότερη φορολογία ιδίως όσον αφορά τη δημιουργία νέου εισοδήματος, ο ρυθμός ανάπτυξης για το περασμένο έτος θα ήταν θετικός» σημειώνει το ΙΟΒΕ.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ, η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση υλοποίησης του τρίτου Μνημονίου παραμένει στο επίκεντρο των πολιτικοοικονομικών εξελίξεων εγχωρίως και στο αρχικό τετράμηνο του 2017. Η διαδικασία της αξιολόγησης είναι για ακόμα μια φορά παρατεταμένη, γεγονός που έχει τις συνέπειες που είχε και στο παρελθόν, όπως η όξυνση της αβεβαιότητας εγχωρίως και διεθνώς για το αποτέλεσμά της, η αναβολή αποφάσεων από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις έως ότου οριστικοποιηθούν τα νέα δημοσιονομικά μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις, καταστάσεις με αρνητικές επενέργειες στην οικονομική δραστηριότητα, αναφέρει το ΙΟΒΕ.
Ωστόσο, καθώς τα νέα δημοσιονομικά μέτρα θα αφορούν στη διετία 2019 – 2020, όπως αποφασίστηκε στo Eurogroup της 7ης Απριλίου, δεν θα προκύψουν πρόσθετες επιβαρύνσεις για το 2017, αναφέρει το ΙΟΒΕ και επισημαίνει ότι οι επιδράσεις στο προσεχές χρονικό διάστημα από τις πολιτικές οι οποίες θα αποφασιστούν στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, αναμένεται να προέλθουν από τις διαρθρωτικές αλλαγές. Οι πλέον σημαντικές θα αφορούν στην αγορά εργασίας (συλλογικές διαπραγματεύσεις, ομαδικές απολύσεις), οι οποίες προς το παρόν δεν έχουν οριστικοποιηθεί.