Στο συλλογικό υποσυνείδητο των περισσοτέρων η ανατροπή της χούντας έχει (σωστά) συνδεθεί με την Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973.

Με πάνω από 550.000 εισιτήρια – μόνο στη Θεσσαλονίκη για έξι παραστάσεις έκοψε 52.000 εισιτήρια – και όπως λέει χαρακτηριστικά Καζάκος «ούτε οι Rolling Stones δε ξέρω αν θα είχαν τέτοια επιτυχία»

Ένα από τα πιο γνωστά  έργα της περιόδου αυτής καθώς  και  ολόκληρης της νεότερης Ελληνικής ιστορίας ήταν «Το μεγάλο μας τσίρκο» για το οποίο θα κάνουμε αναφορά με αφορμή τη Γιορτή της Δημοκρατίας. Πρόκειται βέβαια για το εμβληματικό θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη που παρουσιάστηκε από το θίασο της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου οι οποίοι προσπαθούσαν να βρουν έναν ξεχωριστό τρόπο για να αντισταθούν στο καθεστώς των συνταγματαρχών. Έτσι ζήτησαν από το μεγάλο Καμπανέλλη να γράψει ένα έργο που να αφήσει τη δική του σφραγίδα στη θεατρική  ιστορία του τόπου. Ο Καμπανέλλης ανταποκρίθηκε και έγραψε ένα σπονδυλωτό έργο που διατρέχει όλη τη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας  από τα χρόνια του Όθωνα μέχρι τη Γερμανική Κατοχή συμπεριλαμβάνοντας φυσικά γεγονότα όπως τη Μικρασιατική Καταστροφή χωρίς να παραλείπει υπαινιγμούς για τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας έως τη χούντα.

 

Το έργο παρουσιάστηκε στο θερινό θέατρο «Αθήναιον» που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Μάρνη και Πατησίων. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973, ημέρα Παρασκευή, σε μια περίοδο που το οικοδόμημα  της χούντας είχε αρχίσει να κλονίζεται. Η σκηνοθεσία ήταν του Κώστα Καζάκου  ενώ τα σκηνικά φιλοτεχνήθηκαν από το θρυλικό Ευγένιο Σπαθάρη, γνωστότερο από τη δουλειά  του στο Θέατρο Σκιών και τον Καραγκιόζη.  Μαζί με τους Καρέζη-Καζάκο εμφανίστηκαν οι ηθοποιοί Τίμος Περλέγκας, Χρήστος Καλαβρούζος, Στέλιος Κωνσταντόπουλος, Νίκος Κούρος και ο μέγας Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Οι στίχοι των τραγουδιών γράφτηκαν φυσικά από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και ντύθηκαν από την υπέροχη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου.

Το ρόλο του βασικού τραγουδιστή είχε ο κορυφαίος ερμηνευτής  της εποχής Νίκος Ξυλούρης.

 

Το έργο, συμπεριλαμβάνοντας στοιχεία επιθεώρησης, ήταν ένα μουσικοθεατρικό πανηγύρι που στόχευε  κατευθείαν στη συνείδηση του Έλληνα. Σύμφωνα με την Τζένη Καρέζη έπρεπε να είναι «κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή Ρωμιοσύνη και μέσα από τη σάτιρα, το γέλιο, τον αυτοσαρκασμό και το δάκρυ να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες…». Καθεμιά από τις σκηνές του έργου, συνοδευόταν από το κατάλληλο τραγούδι.

Σε συνέντευξη του στο Umano ο Καζάκος είχε αναφέρει:

Ο Καμπανέλης είχε μία ιδέα που τον έτρωγε πάντα, το μύθο του Κρόνου που τρώει τα παιδιά του. Ήθελε να παρομοιάσει την ελληνική ιστορία με τον Κρόνο γιατί η Ελλάδα κάνει τίποτα άλλο; Τρώει τα παιδιά της. 

Αγκιστρώθηκε από αυτή την ιδέα και αρχίσαμε να την επεξεργαζόμαστε. Ξενύχτια στο σπίτι, συμπόσια, κουβεντολόι, πω! πω! τι γινότανε, πήγαινε η πατάτα και το μακαρόνι σύννεφο. Σιγά σιγά σχηματίστηκε η ιδέα να φτιάξουμε ένα πανόραμα της ελληνικής ιστορίας από τα αρχαία χρόνια μέχρι και την κατοχή. Να γίνει ένα σπονδυλωτό έργο με επεισόδια.

Το 1972  βάλαμε πια σαν στόχο να το ανεβάσουμε το καλοκαίρι του 1973. Ξεκίνησε να γράφει ο Ιάκωβος… έγραφε… έγραφε… και εγώ πήγαινα τα κείμενα στην λογοκρισία. Πήγαινα έναν πάκο χαρτιά και μου άφηναν μισό. Έγραφε ο Ιάκωβος άλλα κείμενα, τα πήγαινα και από πέντε ή έξι επεισόδια μας άφηναν ένα. Αυτό ήταν βασανιστήριο! Ο Καμπανέλλης μέχρι και που πέθανε έγραφε με το χέριΌταν ανέβηκε το τσίρκο έμεινε ένα μήνα στο κρεβάτι. Εξοντώθηκε! Για να βγάλουμε αυτά τα δώδεκα επεισόδια του τσίρκου έγραψε κυριολεκτικά μία στοίβα κείμενα.

Παράλληλα με τα κείμενα, είχατε αποφασίσει ποιοι θα ήταν οι συνεργάτες σας; Γιατί συμμετείχαν ηχηρά ονόματα όπως ο κος Ξαρχάκος στη μουσική, ο κος Ξυλούρης στο τραγούδι, ο κος Παπαγιαννόπουλος και πόσοι άλλοι.

Ναι, αυτό το είχαμε αποφασίσει. Ήμασταν πενήντα δύο άτομα θίασος. Οι δέκα μουσικοί του Ξαρχάκου ήταν καταπληκτικοί! Όλοι ήταν καταπληκτικοί. Πώς είχα πείσει τον Ξυλούρη να πάρει μέρος, εγώ το ξέρω. Δεν ήθελε, ντρεπόταν. Εκείνη την εποχή τραγούδαγε στην Πλάκα. Θυμάμαι πως έβγαινε και διέσχιζε τη σκηνή και ο κόσμος έκανε «α!».

Νοικιάσαμε το θέατρο στην οδό Πατησίων, το Αθήναιον, που ήταν παλιά κινηματόγραφος. Ήταν εγκαταλελειμμένο αλλά τεράστιος χώρος γιατί πού να βάλεις τόσο μεγάλο θίασο; Είχαμε συνθέσει στο μυαλό μας να υπήρχε μία μεγάλη πασαρέλα μέσα στο κοινό με κεντρική σκηνή και μία σκηνή για τους μουσικούς.

Πότε ξεκίνησαν τα προβλήματα;

Το έργο ανέβηκε τον Ιούνιο του 1973. Τότε άρχισαν τα όργανα! Είχαμε κάθε μέρα ή δεύτερη μέρα ή τρεις φορές την εβδομάδα ανάλογα με το κέφι τους, τραβήγματα. Έρχονταν μέσα στο θέατρο Εσατζήδες με στολή, με τα γκλοπ και τα πιστόλια, έκαναν βόλτες στου διαδρόμους και κοίταζαν τον κόσμο. Η ασφάλεια με πολιτικά έγραφε ποια σημεία της παράστασης έκαναν τον κόσμο να ξεσπάει σε χειροκροτήματα και σε γέλιο. Τα πήγαιναν στις υπηρεσίες τους και την επομένη μέρα το πρωί πεντέμισι με έξι με έπαιρναν τηλέφωνο.”

Το γνωστότερο τραγούδι της παράστασης ήταν το «Φίλοι κι αδέλφια» με τον Νίκο Ξυλούρη να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας όπως και στο καταπληκτικό «Τ’ Ανάπλι» (Τρία καράβια φέρανε ξανθό κρασί στ’ Ανάπλι…) όπου η Κρητική λύρα ομορφαίνει ακόμα περισσότερο το σπουδαίο αυτό τραγούδι με τους εμπνευσμένους στίχους του Καμπανέλλη.

Καζάκος: “Ήταν οι ιστορικές συγκυρίες που ξεπέρασαν το καλλιτεχνικό γεγονός και το μετέτρεψαν σε πολιτικοκοινωνικό. Ο λαός το προκάλεσε! Αφού έλεγαν όταν τέλειωνε η παράσταση πως αν υπήρχε κάποιος και έλεγε εμπρός, θα πηγαίναμε όλοι για εξέγερση. Μπορούσαμε να φανταστούμε εμείς πως τα πανό που  χρησιμοποιούσαμε στο επεισόδιο με την 3η Σεπτεμβρίου θα περνάγανε στην πύλη του Πολυτεχνείου;”

Την ημέρα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, Καρέζη, Καζάκος και Ξυλούρης ήταν στο πλευρό των φοιτητών. Άλλωστε το θέατρο στο οποίο παιζόταν η παράσταση, ήταν ακριβώς απέναντι από το Πολυτεχνείο. Τρεις μέρες μετά, τον αγώνα των ηθοποιών διέκοψε η αιφνίδια σύλληψη της Καρέζη…

Ακούστε ολόκληρο το θεατρικό έργο

Προσωπική επιλογή του συντάκτη, απο όλα τα τραγούδια του έργου ειναι η το τραγούδι της γκιλοτίνας. Ίσως είναι το μοναδικό τραγούδι που περιγράφει απόλυτα την νοοτροπία των Ελλήνων διαχρονικά όσον αφορά τις σχέσεις τους με τους ξένους.