Με άδεια χέρια έφυγε το μεσημέρι της Πέμπτης από το γραφείο του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, το προεδρείο της ΑΔΕΔΥ.
Ο πρόεδρος του συνδικαλιστικού φορέα Γιάννης Πάιδας έθεσε στον υπουργό πληθώρα αιτημάτων, με κυριότερα τη διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος για τα βαρέα και ανθυγιεινά επιδόματα στο Δημόσιο και την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού.
Σύμφωνα με το προεδρείο της ΑΔΕΔΥ, ο υπουργός, όσον αφορά το ζήτημα των βαρέων και ανθυγιεινών, απάντησε ότι οι αλλαγές θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερες και θα έχουν χαρακτήρα εξορθολογισμού. Σημειώνεται ότι τα σχετικά επιδόματα, από 35 έως και 150 ευρώ τον μήνα, λαμβάνουν περίπου 93.000 υπάλληλοι του στενού και ευρύτερου δημοσίου τομέα, με συνολικό ετήσιο κόστος 160 εκατ. ευρώ.
Ο υπουργός «δεν μπήκε καν στη συζήτηση»
Σχετικά με την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού, ο κ. Τσακαλώτος δήλωσε πως ένα τέτοιο μέτρο κοστίζει 1,6 δισ. ευρώ, ενώ ο δημοσιονομικός χώρος για το 2018 είναι της τάξης των 800 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα επίσης με τον κ. Πάιδα, στον υπουργό τέθηκαν και τα θέματα των προσλήψεων στο Δημόσιο και των μισθολογικών αυξήσεων ύψους 1%- 2%. Για τα μισθολογικά, ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ ανέφερε ότι «ο υπουργός δεν μπήκε καν στη συζήτηση», ενώ σχετικά με το αίτημα για την ακύρωση της νομοθετημένης μείωσης του αφορολογήτου από το 2020 και την επαναφορά του στα 12.000 ευρώ, ο κ. Τσακαλώτος φέρεται να δήλωσε πως η συζήτηση δεν είναι της παρούσης.
Η ΑΔΕΔΥ εξέφρασε από πλευράς της από το αρμόδιο υπουργείο, την ελπίδα να μη μειωθούν οι συντάξεις, κάτι που ωστόσο, όπως ανέφερε ο κ. Πάιδας, εξαιτίας του «νόμου Κατρούγκαλου» οι νέοι συνταξιούχοι έχουν αποδοχές μειωμένες κατά 30% σε σχέση με τους παλαιούς. Ο υπουργός, είπε ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ, συμφώνησε πως υπάρχουν αδικίες και εκτίμησε ότι θα απαιτηθούν κάποια χρόνια για να συγκλίνουν οι αποδοχές παλαιών και νέων συνταξιούχων.