«Την 21η Αυγούστου, η χώρα μας βγήκε οριστικά και χωρίς αστερίσκους από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και, με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση υλοποίησε την κορυφαία δέσμευση που είχε αναλάβει απέναντι στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία το 2015, όταν ανέλαβε το έργο της, να μπορέσει να βάλει ένα τέλος στα προγράμματα λιτότητας και δημοσιονομικής προσαρμογής με μία βασική προϋπόθεση που ήταν η έξοδος από τα προγράμματα με την κοινωνία όρθια».

Αυτό δήλωσε η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, μιλώντας στην εκδήλωση, με θέμα την «Παρουσίαση του Μηχανισμού Διάγνωσης Αναγκών της Αγοράς Εργασίας», την οποία διοργάνωσαν το υπουργείο Εργασίας, σε συνεργασία με το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού.

«Μετά την 21η Αυγούστου, δύο δεδομένα είναι ξεκάθαρα ακόμη και για τους πλέον δύσπιστους» σημείωσε η κ. Αχτσιόγλου, συμπληρώνοντας ότι η κυβέρνηση απέδειξε ότι υπάρχει δρόμος εξόδου από την κρίση, προστατεύοντας τους πλέον αδύναμους. «Έχουμε αφήσει πίσω μας τα δύσκολα και πλέον ξεκινάμε μία νέα περίοδο που μπορούμε συνολικά ως κοινωνία να δρέψουμε τους καρπούς της μεγάλης προσπάθειας που κάναμε. Η ελληνική οικονομία, τα τελευταία έξι συνεχόμενα τρίμηνα, καταγράφει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Η ανεργία έχει μειωθεί περίπου κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες από όταν αναλάβαμε, στο 19%, έχουν δημιουργηθεί περισσότερες από 300.000 νέες θέσεις εργασίας και, την ίδια στιγμή, προχωρήσαμε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις αναγκαίες για την ελληνική κοινωνία, οι οποίες εξέλιπαν παραδοσιακά από αυτόν τον τόπο» τόνισε η υπουργός Εργασίας, αναφέροντας ως παραδείγματα «τη μεγάλη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, που ενοποίησε όλα τα Ταμεία σε ένα και έθεσε ενιαίους κανόνες για τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους, τη θεσμοθέτηση και την εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ) που δίνει υλική υποστήριξη με αξιοπρεπή τρόπο σε περισσότερες από 650.000 συμπολίτες μας και τις παρεμβάσεις στην υγεία, με τις οποίες διασφαλίστηκε η πρόσβαση όλων των πολιτών στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και, πρωτίστως, των ανασφάλιστων».

Ειδικά, στο θέμα των εργασιακών, η υπουργός Εργασίας υπογράμμισε ότι έγιναν παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις οι οποίες πρωτίστως αντιστρατεύονται τη λογική η οποία υιοθετήθηκε την περίοδο 2010-2014, «κατά τη διάρκεια της οποίας συνέβησαν μία σειρά από αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο προστασίας της εργασίας, μία αντιμεταρρύθμιση, η οποία ξήλωσε βασικές προδιαγραφές προστασίας της εργασίας, υπό την αντίληψη που επικράτησε και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και από τους δανειστές ότι μία περισσότερο ευέλικτη και λιγότερο προστατευτική αγορά εργασίας θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη ανεργία. Αυτό το είδαμε να υλοποιείται με παρεμβάσεις, όπως η επ’ αόριστον αναστολή των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η μείωση του κατώτατου μισθού κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών και κατά 22% για όλους τους υπόλοιπους εργαζόμενους της χώρας, το 2012. Την επόμενη χρονιά, που έγιναν οι μειώσεις των μισθών, η ανεργία εκτινάχθηκε στο δυσθεώρητο 27,9%» διαπίστωσε η κ. Αχτσιόγλου.

Παράλληλα, διευκρίνισε ότι η αντίληψη αυτής της κυβέρνησης εξαρχής ήταν ξεκάθαρη ότι θα βρίσκεται στην αντίπερα όχθη αυτού του σχεδίου, της λεγόμενης εσωτερικής υποτίμησης. «Το δικό μας σχέδιο υποστηρίζει ότι η ενίσχυση της εργασίας και της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων, καθώς και η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματός τους, συνιστούν παράγοντες ανάπτυξης και όχι εμπόδια στην ανάπτυξη» σχολίασε η υπουργός Εργασίας, λέγοντας: «ήδη, έχουμε επαναφέρει τις δύο βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα και έχουμε επεκτείνει περισσότερες από έξι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καλύπτουν περίπου 190.000 εργαζόμενους. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι βλέπουν ήδη αυξήσεις στους μισθούς που λαμβάνουν και βελτίωση των όρων εργασίας τους.

Η δεύτερη προτεραιότητα που έχουμε θέσει, αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού. Έχουμε ξεκινήσει τις διαδικασίες, επιταχύναμε με μία τροπολογία που καταθέσαμε στη Βουλή τη διαδικασία, ώστε, τον Ιανουάριο του 2019, να προχωρήσουμε σε μία αύξηση του κατώτατου μισθού, ο οποίος είναι παγωμένος από το 2012 και να καταργήσουμε το λεγόμενο υποκατώτατο μισθό για τους νέους κάτω των 25 ετών, ο οποίος συνιστά μία αδικαιολόγητη και ρατσιστική διάκριση. Στόχος είναι να έχουμε έναν ενιαίο αυξημένο μισθό για όλους τους εργαζόμενους. Επίσης, προχωρήσαμε σε θεσμικές παρεμβάσεις προστασίας της εργασίας που ήταν αναγκαίες και εξέλιπαν από αυτόν τον τόπο ακόμα και την περίοδο, πριν από τα μνημόνια».