«Βόμβα» στα οικονομικά θεμέλια που προσπαθεί να χτίσει η Κυβέρνηση βάζει η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου, η οποία να αμείβονται και να αποζημιώνονται (όταν απολύονται) οι συμβασιούχοι, όπως και οι υπάλληλοι αορίστου χρόνου.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΔΕΚ, απόφαση υπ’αριθ. C-596/14 της 14ης Σεπτ. 2016) που δημοσιεύθηκε πριν λίγες μόλις ημέρες. Η απόφαση για πρώτη φορά εξομοιώνει τις συμβάσεις εργασίας κάθε είδους (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, συμβάσεις έργου, συμβάσεις εργασιακής εμπειρίας, συμβάσεις ΕΣΠΑ, συμβάσεις εκπαίδευσης-κατάρτισης, συμβάσεις αναπλήρωσης-αντικατάστασης συναδέλφου κ.α.) ως προς όλους τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης (μισθό, επιδόματα, τριετίες, προειδοποίηση, αποζημίωση απόλυσης) με τις συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Στην ουσία οι δικαστικές αρχές αποφάνθηκαν ότι ο μισθός αυτών που απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου, μερικής ή προσωρινής απασχόλησης, κάθε τύπου και περιεχομένου, πρέπει να είναι ίδιος με αυτόν που λαμβάνουν οι απασχολούμενοι με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στις αντίστοιχες υπηρεσίες του κράτους, των ΟΤΑ και του ιδιωτικού τομέα.
Το μείζον πρόβλημα είναι ότι η απόφαση, εφόσον υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως κοινοτική οδηγία, θα αναγκάσει και την ελληνική κυβέρνηση να την ενσωματώσει στην οικονομική της πολιτική.
Και αυτό, γιατί η μισθολογική διαφορά των 72.000 συμβασιούχων που απασχολούνται σήμερα στο κράτος με τους εργαζομένους με σύμβαση αορίστου χρόνου στο δημόσιο φτάνει έως και τα 500 ευρώ και προσαρμόζεται ανάλογα με την σύμβαση, τον φορέα πρόσληψης, αλλά και την οικογενειακή κατάσταση.
Το «κερασάκι» στη τούρτα μπαίνει με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τις αποζημειώσεις. Σύμφωνα με αυτή, είναι υποχρεωτική η καταβολή αποζημίωσης σε όσους απασχολήθηκαν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και αποχωρούν αυτοδικαίως (μετά τη λήξη της σύμβασης) ή απολύονται, αντίστοιχου ύψους με τις αποζημιώσεις που λαμβάνουν οι έχοντες σύμβαση αορίστου χρόνου συνάδελφοί τους που απολύονται.