Γράφει η Αφροδίτη Λατινοπούλου
Γεννήθηκα το 1991.
Ανήκω σε εκείνη τη γενιά που τελειώνοντας το πανεπιστήμιο, μπήκε σε μία αγορά εργασίας ήδη καταρρακωμένη από την κρίση. Στην γενια που δεν έζησε την εποχή της επίπλαστης ευημερίας τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 που η κρίση βίαια -αλλά και εύλογα- τερμάτισε. Στην γενιά που βλέποντας την κρίση κάθε μέρα να ροκανίζει την ζωή της και τις προοπτικές της, επέλεξε σε μεγάλο βαθμό να φύγει στο εξωτερικό, αφήνοντας πίσω φίλους οικογένεια αλλά και μία χώρα η οποία φαίνονταν βυθισμένη στο τέλμα και στο αδιέξοδο.
Προσωπικά έχασα πολλούς φίλους εκείνη την εποχή. Η επικοινωνία ευτυχώς διατηρήθηκε με τα πολλά τεχνολογικά μέσα που έχουμε πια στη διάθεσή μας. Όμως χάθηκε η άμεση επαφή. Γέρασε η χώρα. Άδειασε από το το πιο δυναμικό και υγιές κομμάτι της. Νέοι άνθρωποι, ικανότατοι, γεμάτοι προσδοκίες και θέληση για ζωή και δημιουργία. Εκεί, έξω, μπόρεσαν να δουλέψουν, κάποιοι μάλιστα να δημιουργήσουν οικογένειες, να διεκδικήσουν αυτό που αξίζουν και να το πετύχουν. Όχι όμως στη χώρα τους, αλλά μακριά, πολύ μακριά.
Το μεγάλο στοίχημα τώρα, που για πρώτη φορά τίθενται οι προϋποθέσεις για οριστική υπέρβαση της κρίσης, είναι να τους φέρουμε πίσω. Αυτός θα πρέπει να είναι ο στόχος για τον οποίον θα πρέπει να δουλεύει νυχθημερόν η πολιτική ηγεσία της χώρας. Πώς λοιπόν θα το πετύχουμε αυτό;
Πρέπει να αναζητήσουμε, με ειλικρίνεια, τι ήταν αυτό που έδιωξε αυτούς τους νέους ανθρώπους από τη χώρα. Ήταν μόνο ένας καλύτερος μισθός; Όχι δεν ήταν μόνο αυτό, και ευτυχώς – η Ελλάδα άλλωστε δεν θα μπορέσει στο άμεσο μέλλον να δώσει τους ίδιους μισθούς με τις χώρες προορισμού των νέων μας. Ο κύριος λόγος θα έλεγα, όπως τον έχω καταλάβει από συζητήσεις με τα παιδιά που έφυγαν, είναι η έλλειψη ευκαιριών σε όλα τα επίπεδα σε συνδυασμό με τις συνθήκες ζωής. Και εξηγούμαι.
Δεν είναι το παν για όλους τα χρήματα. Είναι όμως ελάχιστη προϋπόθεση ποιότητας ζωής ένας αξιοπρεπής μισθός αναλογος με τις ικανότητες του καθενός, ως μία υλική αναγνώριση της δουλειάς και δημιουργικότητας του. Αλλά καταλυτικό για την ποιότητα ζωής είναι να χαιρόμαστε και τη δουλειά που κάνουμε. Αυτό κυρίως βρίσκουν οι Έλληνες στο εξωτερικό: τη δυνατότητα να εργαστουν σε αυτό που τους αρέσει και παράλληλα να αμείβονται σωστά.
Για αυτό λοιπόν, πρέπει στην Ελλάδα να ρίξουμε όλη μας την ενέργεια στην δημιουργία νέων ποιοτικων, καινοτόμων θέσεων εργασίας υψηλής υπεραξίας, ιδιαίτερα στον τομέα αιχμής των νέων τεχνολογιών. Θα πρέπει, για να μη φύγουν αλλα από τα παιδιά μας στο εξωτερικό, να κάνουμε γενναίες αλλαγές στο σύστημα Παιδείας μας, όπως με το να αποκτήσουμε επιτελους έναν ουσιώδη σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό συνδεδεμένο με την Αγορά και μάλιστα με το βλέμμα στραμμένο στη μελλοντική της εξέλιξη. Ένα σύστημα που θα επενδύει στην καινοτομία και στην πρωτότυπη σκέψη και που θα μαθαίνει τα παιδιά πώς να μαθαίνουν δια βίου, και να είναι έτοιμα για τις τεράστιες προκλήσεις που αναδύονται από την παγκόσμια ψηφιακή επανάσταση.
Το κλειδί για την επιστροφή των νέων μας, είναι η δημιουργία ευκαιριών. Το κλειδί για τη δημιουργία ευκαιριών είναι να απελευθερώσουμε όλες τις δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής οικονομίας και του ελληνικού επιχειρηματικού δαιμονίου. Όμως πέραν αυτού, απαραίτητη είναι και η αλλαγή νοοτροπίας της διοίκησης αλλά και της ελληνικής κοινωνίας. Η αριστεία πρέπει να είναι το κριτήριο. Η αξιοκρατία οφείλει να είναι ο στόχος. Ο σεβασμός στους θεσμούς και στη λειτουργία του κράτους δικαίου θα πρέπει να είναι η πυξίδα μας. Όλα αυτά μπορούν να δημιουργήσουν το κατάλληλο περιβάλλον που θα πείσει και τους πλέον δύσπιστους των νέων μας, ότι η χώρα αλλάζει, ότι αξίζουν να της δώσουν μία ευκαιρία, και να επανασυνδέσουν την ζωή τους μαζί της.
Το να πετύχουμε το στοίχημα αυτό δεν είναι απλά μία πολυτέλεια. Είναι προϋπόθεση εθνικής επιβίωσης. Και γι’ αυτό, θα το πετύχουμε όλοι μαζί, ενωμένοι.
*Η Αφροδίτη Λατινοπούλου είναι Πολιτευτής ΝΔ Α’ Θεσσαλονίκης