Πολύ πλούσια σε γεγονότα η εβδομάδα που πέρασε. Και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά και μόνο στα ογκωδέστατα συλλαλητήρια που έλαβαν χώρα σε διάφορες πόλεις της επικράτειας, αλλά και σε ό,τι προηγήθηκε και ό,τι ακολούθησε.
Τί είχαμε λοιπόν; Προ των συλλαλητηρίων, είχαμε μια έντονη -πολύ έντονη- συζήτηση σχετικά με το συλλαλητήριο, αφενός, ποιοι θα συμμετείχαν, ποιό ήταν το αίτημά τους, αν δηλαδή αφορούσε το δυστύχημα των Τεμπών και το αίτημα για ταχεία και ουσιαστική απονομή Δικαιοσύνης (ας μου επιτραπεί να μη θεωρώ δόκιμο τον όρο «έγκλημα», δεδομένου ότι κανείς, μα κανείς, δεν ήθελε ούτε επεδίωξε -πώς θα ήταν δυνατόν;- κάτι τέτοιο, άσχετα από τις ευθύνες που υπάρχουν, σε πολλά επίπεδα, για πολλά πρόσωπα που άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονταν) ή διάφορα άλλα, «κλαδικά» ή και «οπαδικά» -ναι, το είδαμε και αυτό- αιτήματα ή ό,τι άλλο έκαστος εξ ημών κατά διάνοιαν είχε. Αφετέρου, μια μέρα πριν, είχαμε την έκδοση του πορίσματος του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, το οποίο, συνήγορος συγγενών είχε ζητήσει να αναβληθεί (;) και αλλού μας διαφώτισε, αλλού μας μπέρδεψε περισσότερο. (Εδώ, ίσως είναι χρήσιμο να αναφέρω πως, προσωπικά, ταυτίζομαι με τον συνονόματο Βαγγέλη Βλάχο, αδελφό του αδικοχαμένου Βάιου: εμπιστεύομαι μόνο τον εφέτη Ανακριτή, τα αποτελέσματα της έρευνας του οποίου και αναμένω με αγωνία.) Είχαμε, τέλος, και την αποτυχημένη προσπάθεια της κυρίας Καρυστιανού να συναντήσει, μια μέρα πριν το συλλαλητήριο, συνοδευόμενη από τη δικηγόρο της, τον Πρόεδρο της Βουλής, κάτι το οποίο τελικά δε συνέβη με τον κύριο Κακλαμάνη να αντιδρά απολύτως θεσμικά και μέσα στα πλαίσια του ρόλου του.
Ακολούθησαν τα συλλαλητήρια. Ογκώδη. Ογκωδέστατα. Όπως αναμενόταν. Οι δύο μήνες που προηγήθηκαν κυρίως, επώασαν το γεγονός. Βέβαια, συνέβη ό,τι συνήθως συμβαίνει στις επαναστάσεις: δεν έχουν όλοι οι συμμετέχοντες τους ίδιους στόχους, τα ίδια κίνητρα, τις ίδιες επιδιώξεις. Για παράδειγμα, τα μέλη της Θύρας 7 ζητούσαν «λευτεριά στα αδέλφια» τους, ήτοι, στους δολοφόνους του Γιώργου Λυγγερίδη. «Δεν ήταν ατύχημα, ήταν δολοφονία» , έγραφε το πανό των κοινοτήτων Ελλήνων Ρομά Γέρακα και Χαλανδρίου, και υποθέτω πως δεν αναφερόταν στη δράση κάποιων ομοφύλων τους που αποψιλώνουν από χαλκό και άλλο υλικό τους σιδηροδρόμους. Σύλλογοι και ομοσπονδίες εργαζομένων του Δημοσίου, στρέφονταν κατά της «Στοχοθεσίας – Αξιολόγησης» με επιχειρήματα όπως «οι εργαζόμενοι (αν υπάρχει στοχοθεσία – bonus – αξιολόγηση) εστιάζουν στις προσωπικές τους απολαβές εγκαταλείποντας την κοινή προσπάθεια για τους στόχους της υπηρεσίας» (αυτό το τελευταίο, πολύ θα ήθελα μία επιτροπή εργαζομένων να το υποστηρίξει ως επιχείρημα, στους εργαζόμενους πχ του Καρέλια, θα έβγαζε γέλιο). Και πάει λέγοντας. Και φυσικά, κοντά σε αυτούς, υπήρχαν, διακριτικά στην πλειοψηφία τους, οι άνθρωποι που έχασαν τους δικούς τους, οι άνθρωποι που βαρέθηκαν να δικαιολογούν τις αβελτηρίες του Κράτους και την ατολμία της πολιτικής εξουσίας να πράξει τα δέοντα, οι όντως «πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην», που δεν τους απασχολεί να φύγει ή να μείνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο το να λυθούν επιτέλους, προβλήματα που είναι απολύτως βασικά, όπως η ασφάλεια των συγκοινωνιών και η εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Και φυσικά, υπήρξαν και τα γνωστά μπάχαλα. Απολύτως αναμενόμενα. Ό,τι είναι για τον φίλαθλο ο τελικός Champions League, ό,τι είναι για την ηλικιωμένη η Μεγάλη Εβδομάδα, ήταν για τον μπαχαλάκια, το συλλαλητήριο της 28ης Φεβρουαρίου. Πόσο μάλλον, όταν οι συγκεντρώσεις προ ενός μηνός περίπου, πέρασαν κάτω από τα ραντάρ «του χώρου» και δεν μπόρεσαν να το ευχαριστηθούν τα παιδιά. Τα παιδιά που, όταν σπάνε είναι ασφαλίτες και όταν συλλαμβάνονται είναι αθώοι αντιεξουσιαστές.
Ας σοβαρευτούμε. Το αίτημα για Δικαιοσύνη, δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο στους υπεύθυνους, άμεσα ή έμμεσα, του δυστυχήματος των Τεμπών. Είναι γενικό. Πριν από λίγες ημέρες, έγραφα https://dimosio.gr/mipos-irthe-o-keros-na-allaxi-morfi-i-vouleftiki-asilia/ για την ανάγκη αλλαγής του τρόπου λειτουργίας της βουλευτικής ασυλίας. Ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος πρότεινε να συμφωνήσουν όλα τα κόμματα, κατά τις πρώτες τυπικές συνεδριάσεις της Προανακριτικής, να παραπέμψουν όσα πολιτικά πρόσωπα «στείλει» ο ανακριτής στη Βουλή, κατευθείαν στο Πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο. Άρα, σε κανονικούς δικαστές ανώτατης βαθμίδας. Αν αυτοί αποφασίσουν Ειδικό Δικαστήριο, τότε θα δικαστούν οι πολιτικοί. Αν όχι, τέλος. Μια πολύ καλή ιδέα, κοντά σε αυτό που έγραφα πως θα πρέπει να γίνει, μόνιμα. Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη, όχι τους δικαστές. Θεωρούν δηλαδή ότι είναι το ίδιο το σύστημα που πάσχει, που αφήνει έξω τους εγκληματίες, που εύκολα προφυλακίζει και εύκολα αφήνει πρωτοδίκως καταδικασθέντες, κάτι που φαίνεται οξύμωρο, και ούτω καθ’ εξής. Κι αυτό ισχύει ακόμη και για βαριά ποινικούς εγκληματίες, πόσο μάλλον ισχύει (ή φαίνεται να ισχύει) για πρόσωπα που είχαν ή έχουν οποιουδήποτε είδους σχέση με την εξουσία. Αλήθεια, πώς να εμπιστευτεί τη Δικαιοσύνη ο πολίτης όταν ο 13-0 καταδικασθείς Νίκος Παππάς, όχι απλώς δεν βρέθηκε ούτε ώρα πίσω από τα κάγκελα αλλά αντίθετα κάθεται σε βουλευτικό έδρανο και παριστάνει τον τιμητή; Και δυστυχώς, αυτά τα ζητήματα, ζητήματα πολύ πιο ουσιαστικά από τις αλλαγές με τα ειρηνοδικεία και τα πρωτοδικεία, έχουν μείνει πολύ πίσω.
Εξίσου σημαντικό είναι και το αίτημα για ασφαλείς, ταχείς και αποτελεσματικές συγκοινωνίες. Η δέσμευση του πρωθυπουργού πως μέχρι το 2027 θα έχουμε ασφαλή σιδηρόδρομο, δε φαίνεται ικανοποιητική. Προκύπτει το εύλογο ερώτημα: καλά, αν υποθέσουμε πως η πολιτική ηγεσία του αρμοδίου υπουργείου, δεν έπραξε τα δέοντα από το 2019 μέχρι και την αποφράδα 28η Φεβρουαρίου, πράγμα αυταπόδεικτο, γιατί δεν έγιναν όλα όσα έπρεπε από το καλοκαίρι του 2023 μέχρι και σήμερα; Και γιατί τελικά, αυτό που δεν έγινε τα δύο προηγούμενα χρόνια, θα γίνει μέσα στα δύο επόμενα; Έπρεπε να γίνουν αυτά τα ογκώδη συλλαλητήρια και η κυβέρνηση να δει τη δημοτικότητά της να πέφτει, ώστε να δεσμευτεί ο πρωθυπουργός;
Τις επόμενες εβδομάδες, η κυβέρνηση έχει αρκετές δύσκολες εξισώσεις να λύσει. Ήδη έχει χαθεί και πολύς πολιτικός χρόνος και πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο. Κι αν κάποιοι εφησυχάζουν επειδή μετά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ικανότερος πρωθυπουργός προκύπτει «ο κανένας», ας σκεφτούν πως δεν είναι διόλου απίθανο, οι πολίτες τελικά, όχι σοφά αλλά υπό το καθεστώς της αγανάκτησης, της απογοήτευσης και της οργής, τελικά να επιλέξουν όντως τον «κανένα» για πρωθυπουργό. Κι αυτό καλό, δε θα είναι. Για τον τόπο.
**Ο Ευάγγελος Κούμπουλης είναι ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας
Διαβάστε ΕΔΩ περισσότερα άρθρα του Ευάγγελου Κουμπούλη