Η οικονομική σταθερότητα, ο ποιοτικός τουρισμός και οι βελτιώσεις στον τομέα των επενδύσεων αναμένεται να αποτελέσουν τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης της εγχώριας αγοράς ακινήτων στο δεύτερο εξάμηνο του 2024.

Μέχρι στιγμής, οι τομείς των αποθηκευτικών χώρων, των γραφείων και των ξενοδοχείων έχουν καταγράψει τις καλύτερες επιδόσεις της χρονιάς. Ωστόσο, το θετικό momentum απειλείται από τρία σημαντικά εμπόδια: τα υψηλά επιτόκια, τον πληθωρισμό και τις γεωπολιτικές εντάσεις.

Τα στοιχεία επικαλείται στην τελευταία της μελέτη για τις «Προοπτικές της αγοράς Ακινήτων στην Ελλάδα το 2024», η Επιτροπή του Real Estate & Development του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητήριου, η οποία κατατάσσει σε αυτή τη φάση τον οικιστικά και τα ακίνητα της βραχυχρόνιας μίσθωσης στους πιο «υπερτιμημένους» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει τομείς του εγχώριου real estate, ενώ αντίθετα, η β’ κατοικία, τα ξενοδοχεία, τα γραφεία υψηλών προδιαγραφών και οι αποθηκευτικοί χώροι εντάσσονται στις κατηγορίες με περαιτέρω ανοδική προοπτική.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Eπιτροπής κ. Λευτέρη Σικαλίδη, στόχος της μελέτης είναι «να προσφέρουμε μια πλήρη ανάλυση των τάσεων και των επενδυτικών ευκαιριών που υπάρχουν στη χώρα μας και να στηρίξουμε τη λήψη αποφάσεων για τους ενδιαφερόμενους στην ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα».

Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι αποθήκες εμφανίζουν την καλύτερη προοπτική βελτίωσης, κατατάσσοντας τις πρώτες όσον αφορά την ποιότητα και τον όγκο των νέων κατασκευών. Ακολουθούν τα γραφεία, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκονται τα ξενοδοχεία, κυρίως λόγω των προοπτικών για περαιτέρω βελτίωση της ποιότητάς τους.

Από την άλλη, η β’ κατοικία διακρίνεται για την υψηλότερη βαθμολογία της αναφορικά με τις προοπτικές ανόδου των τιμών, ενώ και τα ξενοδοχεία κατατάσσονται υψηλά σε αυτόν τον τομέα.

Σε σχέση με τα ατού του εγχώριου real estate για το β’ εξάμηνο του 2024, η μελέτη του Ελληνομερικανικού Επιμελητηρίου προτάσσει ειδικά τη θετική πορεία του τουρισμού που συνδέεται και με το ενδιαφέρον από το εξωτερικό, την ίδια στιγμή που το η προοπτική μείωσης των επιτοκίων σε συνδυασμό με την ισχυρή ζήτηση στον τομέα των ακινήτων δημιουργούν επίσης θετικές προϋποθέσεις.

Στα πλεονεκτήματα επίσης κατατάσσει η μελέτη την πιο ενεργή διαχείριση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας όπως και τη δημιουργία πιο εξειδικευμένου και ποιοτικού «προϊόντος» στον τομέα των ακινήτων.

Από την άλλη στις μεγάλες προκλήσεις του κλάδου, πέραν της αβεβαιότητας στο γεωπολιτικό επίπεδο, παραμένουν τα υψηλά επιτόκια αλλά και το υψηλό κατασκευαστικό κόστος, την ίδια στιγμή που ο κλάδος των κατασκευών αντιμετωπίζει και το μεγάλο ζήτημα της έλλειψης ανθρωπίνου δυναμικού, το οποίο μάλιστα προβλέπεται ότι θα γίνεται εντονότερο όσο προχωρούν τα μεγάλα έργα (βλ. για παράδειγμα το project του Ελληνικού). 

Πληθωρισμός, υψηλό κόστος ζωής με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προσιτή στέγαση που έχει αναχθεί πλέον σε ένα πιεστικό κοινωνικό ζήτημα περιλαμβάνονται επίσης στις μεγάλες προκλήσεις όπως και οι ανεπαρκείς υποδομές ή οι καθυστερήσεις σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η μελέτη αναφέρεται επίσης και στο πολύ σημαντικό κομμάτι των περιβαλλοντικών προκλήσεων που γίνονται συνεχώς εντονότερες.

Διαβάστε ΕΔΩ περισσότερες ειδήσεις