Περίπου 60 γυναίκες έχουν καταγγείλει ότι υπήρξαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από τον Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ, τον πρώην ιδιοκτήτη του πολυτελούς πολυκαταστήματος Harrods, ο οποίος απεβίωσε πέρυσι σε ηλικία 94 ετών.
Οι καταγγελίες αναφέρουν ότι ο Αλ Φαγέντ τις βίασε και τις κακοποίησε σεξουαλικά κατά τη διάρκεια της εποχής του στην κορυφή της επιχειρηματικής του καριέρας.
Αυτές οι κατηγορίες προσθέτουν τον Αιγύπτιο δισεκατομμυριούχο σε μια λίστα υψηλών προσωπικοτήτων, συμπεριλαμβανομένου του Χάρβεϊ Γουάινστιν, που έχουν βρεθεί στο επίκεντρο σοβαρών καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση.
«Η ανταπόκριση ήταν απλώς τεράστια», ανέφεραν οι δικηγόροι σε ανακοίνωσή τους. «Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι εκπροσωπούμε πλέον 60 επιζώντες, ενώ θα ακολουθήσουν και άλλοι».
Η νομική ομάδα δήλωσε ότι μετά τη δημοσιοποίηση της τηλεοπτικής αποκάλυψης, επικοινώνησαν μαζί τους άνθρωποι από όλο τον κόσμο.
«Η διεκδικήσεις μας γίνονται όλο και πιο παγκόσμιες… Αναμέναμε ότι όπου πήγαινε ο Αλ Φαγέντ, θα ακολουθούσε η κακοποίηση», αναφέρεται στη δήλωση.
«Δυστυχώς αυτό αποδείχθηκε αληθινό. Έχουμε τώρα στην κατοχή μας αξιόπιστα στοιχεία για κακοποίηση σε άλλες ιδιοκτησίες και επιχειρήσεις του Αλ Φαγέντ, συμπεριλαμβανομένης της βρετανικής ποδοσφαιρικής ομάδας Fulham».
Οι Βρετανοί εισαγγελείς δήλωσαν ότι έλαβαν δύο φορές στοιχεία εναντίον του Φαγέντ.
Το 2008, ο Αλ Φαγέντ κατηγορήθηκε για σεξουαλική κακοποίηση ενός 15χρονου κοριτσιού, με την Εισαγγελία του Στέμματος (CPS) να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία το 2009.
Στη συνέχεια, το 2013, υπήρξε κατηγορία για βιασμό μιας γυναίκας, την οποία διερεύνησε η CPS το 2015.
Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις, η Εισαγγελία δήλωσε ότι δεν υπήρχε «ρεαλιστική προοπτική καταδίκης» και, επομένως, δεν προχώρησε σε δίωξη κατά του πρώην προεδρεύοντος του Harrods.
Οι δικηγόροι δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν να ανταποκρίνονται σε ερωτήματα πιθανών θυμάτων ή μαρτύρων και ζήτησαν μια «ανεξάρτητη και διαφανή διαδικασία για την αξιολόγηση και την εκδίκαση αυτών των ισχυρισμών».
Οι γυναίκες που εκπροσωπούσαν, είπαν, είχαν «χάσει κάθε εμπιστοσύνη στο Harrods και τις διαδικασίες τους». Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Michael Ward, δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι το πρώην αφεντικό του προήδρευε σε μια «τοξική κουλτούρα μυστικότητας, εκφοβισμού, φόβου των επιπτώσεων και σεξουαλικής ανάρμοστης συμπεριφοράς».
Είπε όμως ότι δεν είχε «επίγνωση της εγκληματικότητας και της κατάχρησης» και εξέφρασε τον «προσωπικό του τρόμο για τις αποκαλύψεις». Οι κατήγοροι του Φαγέντ λένε ότι οι επιθέσεις έλαβαν χώρα στα διαμερίσματά του στο Λονδίνο και στις ιδιοκτησίες του στο Παρίσι, συμπεριλαμβανομένου του ξενοδοχείου Ritz.
Οι καταγγελίες σχηματίζουν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που αφορά τις γυναίκες που επιλέγονταν για θέσεις κοντά στον Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ. Μετά την επιλογή τους, υποβάλλονταν σε «επεμβατική» γυναικολογική εξέταση, τα αποτελέσματα της οποίας κοινοποιούνταν στον ίδιο.
Οι γυναίκες ανέφεραν ότι όταν επιχείρησαν να διαμαρτυρηθούν για την κακοποίησή τους, αντιμετώπισαν απειλές από ανώτερα μέλη του προσωπικού ασφαλείας, καθώς και υποβάθμιση και ψευδείς ισχυρισμούς εις βάρος τους, με αποτέλεσμα να μην έχουν «άλλη επιλογή» από το να αποχωρήσουν από το Harrods.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Φαγέντ πούλησε το Harrods στον επενδυτικό βραχίονα του κρατικού ταμείου πλούτου του Κατάρ, με την τιμή να ανέρχεται σε 1,5 δισεκατομμύριο λίρες (2,2 δισεκατομμύρια δολάρια).
Διαβάστε ΕΔΩ περισσότερες ειδήσεις